«Νέο Σχολείο»: Το τέλος της μόρφωσης, της μάθησης και της γνώσης

Των Μιχάλη Δουλκέρη, Παντελή Τέντε, Σπύρου
Τουλιάτου
Το Νέο σχολείο έτσι όπως παρουσιάζεται μέχρι
σήμερα  από το Υπουργείο
Παιδείας  και ειδικά μέσα από την
πρόταση  «Νέο σχολείο: Πρώτα ο μαθητής»
δεν περιλαμβάνει  νέες αρχές
και σκοπούς της εκπαίδευσης, αλλά   διαμορφώνει ένα σύστημα διεκπεραίωσης και
αναπαραγωγής της πληροφορίας. Η νέα πρόταση επεξεργάζεται συνολικά ένα
μηχανισμό ηλεκτρονικού τύπου, ψηφιακό, ο οποίος καταργεί σε μεγάλο βαθμό τη
σχέση του μαθητή με τη μάθηση, το στοχασμό και τη γνώση, τη συνείδηση, τη
κατανόηση και  τη συλλογικότητα. .
Ευαγγελίζεται δηλαδή, μια συλλογικότητα συμπληρωματικού τύπου, όπου το
άτομο-μονάδα εμφανίζεται ως αριθμός στην ανταγωνιστική αγορά και πρέπει να
είναι συμβατός με :
1. Την επιλεκτικότητα
2. Την εναλλακτικότητα
3. Την αποσπασματικότητα
4. Την διεκπεραίωση και διαχείριση της
πληροφορίας
5. Τη χρήση μόνο της τεχνολογίας σε
αντίθεση με τη σκέψη και το στοχασμό.
 
Οι διαδικασίες αυτές βρίσκονται σε  αντίθεση ακόμη και με  προηγούμενα  συστήματα, που
εφαρμόστηκαν κατά καιρούς   στην της εκπαίδευσης και, τα οποία  διατηρούσαν
χαρακτηριστικά  συνολικής προσέγγισης
των γνωστικών αντικειμένων και  παρείχαν
μορφές  μάθησης, γνώσης και
δυνατότητα στοχασμού. Ο μαθητής δεν εντάσσονταν υποχρεωτικά σε μηχανισμούς
ηλεκτρονικής αναπαραγωγής της πληροφορίας στο πλαίσιο μιας γενικής επιλεκτικής
παιδείας, όπως συμβαίνει τώρα, αλλά σε μορφές γενικής υποχρεωτικής παιδείας.
Η επιλεκτικότητα προωθεί την πίστη σε μια
αντιεπιστημονική αντίληψη ότι υπάρχει ελευθερία επιλογής σε προκαθορισμένα
γνωστικά αντικείμενα, θεματικά προσδιορισμένα με τη μορφή διδακτικών ενοτήτων  και λυμένα  θέματα. Στην
πραγματικότητα καταργείται η καθολική σκέψη και επιστημονική μεθοδολογία  και ενισχύεται η
αντίληψη ότι η διδασκαλία 
προωθείται με διοικητικές  εντολές.
Η εναλλακτικότητα  εκδηλώνεται ως ένας
εθισμός στην αντίληψη της πιθανής ή ενδεχόμενης ισοδυναμίας των γνωστικών
αντικειμένων ή διδακτικών ενοτήτων για την παραπέρα πορεία του μαθητή. Ισοδυναμία
των αντικειμένων στην κοινωνική πραγματικότητα δεν υπάρχει· παρά μόνο η
ποικιλομορφία, η πολυμορφία και η συνθετική διαδικασία. Η αντίληψη περί
εναλλακτικότητας τείνει να συνδεθεί με τις επαγγελματικές εφαρμογές και τις
ειδικότητες στην αγορά, όπου καμία θεωρητική και πρακτική διάσταση δεν μπορεί
να οδηγήσει σε παραγωγικά αποτελεσματικότητα  και κυνηγάει την αβεβαιότητα . Μια διάσταση
της εναλλακτικότητας είναι «η δια βίου μάθηση», που προσανατολίζεται στην
αλλαγή του επαγγέλματος και στη συνέχεια σε αλλαγή του γνωστικού αντικειμένου ή
αλλαγή του γνωστικού αντικειμένου και στη συνέχεια του επαγγέλματος.
Η αποσπασματικότητα της γνώσης και η
διαχείριση της πληροφορίας οδηγούν το μαθητή στη  σύνδεση με την επιχειρηματικότητα και την
αγορά . Έτσι δεν μπορεί να στοχαστεί ελεύθερα, υπεύθυνα  και χειραφετητικά, γιατί
μεταφέρει κατασκευασμένες-επιλεγμένες πληροφορίες  κυρίως στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές
επιστήμες. Στις φυσικές, μαθηματικές και τεχνολογικές  επιστήμες δεν αποκτά
κριτική, αλλά απομνημονευτική και αναπαραγωγική ικανότητα  εφαρμογών.
Με πρόσχημα  ότι είναι ξεπερασμένη η σκέψη για αναζήτηση  μιας ενιαίας αντίληψης
ερμηνείας και εξήγησης στα επιστημονικά αντικείμενα καταργείται η δημιουργική
και κριτική σκέψη.
Οι προτάσεις του υπουργείου επιστρέφουν σε
θεωρίες των αρχών του 20ου αιώνα  για τη μάθηση και την αναπαραγωγή της
πληροφορίας, όπως ο μπιχαβιορισμός (ερέθισμα-αντίδραση). Επιπλέον, οι θέσεις
για τις μεθόδους διδασκαλίας ταυτίζονται με τον τρόπο πρόσληψης της
πληροφορίας. Δεν διαμορφώνεται καμιά μέθοδος μάθησης και κατανόησης ακόμη και
στο επίπεδο της επεξεργασίας της πληροφορίας, πόσο μάλλον της γνώσης. Το μυαλό
του μαθητή  κατευθύνεται προς μια
ηλεκτρονική γλώσσα, στην οποία ο σκοπός και το μέσο ταυτίζονται. Με την
ηλεκτρονική γλώσσα αρχίζει να χάνεται η αντιστοίχηση με την βιολογική, τη
φυσική και την κοινωνική πραγματικότητα..  Υπερισχύει σήμερα στους μαθητές η εξάρτηση
και η αναπαραγωγή, που οδηγούν μόνο σε μια ατομική  και υποκειμενική
διαδικασία.
Ο μαθητής μικρός
διανοούμενος:
  Μια θέση
του προγράμματος για  το
“νέο σχολείο” είναι ότι ο μαθητής γίνεται μικρός διανοούμενος.
Ταυτίζεται η έννοια του διανοούμενου αποκλειστικά με την ικανότητα και άνεση
στη χρήση προφορικού και γραπτού λόγου. Εμείς γνωρίζουμε ότι αυτή η ικανότητα
εμφανίζεται στη ρητορική και επικοινωνιακή διαδικασία  με την κατασκευή του
επιχειρήματος. Η βασική ιδιότητα  του διανοούμενου είναι η θεωρητική, ιστορική
σκέψη, η εννοιολογική και μεθοδολογική διείσδυση στο αντικείμενο, πράγμα το
οποίο δεν αναφέρεται πουθενά.. Παρόλα αυτά εμείς επιμένουμε ότι ο μαθητής δεν
θα γίνει μικρός διανοούμενος, αλλά ο στόχος είναι να μάθει και να γνωρίσει το
αντικείμενο της διδασκαλίας κατά τη διάρκεια της σχολικής ζωής.
Μικρός
επιστήμονας:
 Ο μαθητής κατ’ αρχάς  δεν μπορεί να γίνει
μικρός επιστήμονας. Η έννοια του επιστήμονα ,κατά τη γνώμη μας,  δεν έχει διαβαθμίσεις
ηλικιακές, μικρός-μεγάλος. Ο  μαθητής
στο σχολείο δεν εμφανίζει τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου που έχει
παρακολουθήσει και ολοκληρώσει ένα  πρόγραμμα ή φάση σπουδών. Σε άλλο σημείο των
προτάσεων αναφέρεται ότι «ο μαθητής αποκτά γνωστική επάρκεια στο χειρισμό των
μαθηματικών εννοιών, την εφαρμογή τους στην καθημερινή ζωή και παράλληλη
ανάπτυξη της μαθηματικής λογικής και αφαιρετικής ικανότητας». Διαφωνούμε με την
αντίληψη ότι η αφαιρετική ικανότητα συνδέεται αποκλειστικά με τη μαθηματική
λογική. Η αφαίρεση είναι μια εννοιολογική και μεθοδολογική διαδικασία, η οποία
συνδέεται με τις κοινωνικές, ιστορικές, φυσικές  και μαθηματικές επιστήμες και διαμορφώνεται
στο πεδίο της πρότασης, του συλλογισμού, του επιχειρήματος, του κανόνα, του
νόμου και της σχέσης.
Μικρός ερευνητής:  Η αναφορά
στην έννοια του ερευνητή δεν αντέχει σε καμιά κριτική. Η  πρόταση του υπουργείου
συνδέει τον ερευνητή με την «επάρκεια στη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, ώστε
με κριτική ικανότητα  να μπορεί
να επιλέγει  μέσα από την πληθώρα
πληροφοριών και γνώσεων». Εμείς γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο ερευνητής
προσδιορίζει το πεδίο έρευνας με την παρατήρηση και την επεξεργασία πληροφοριών
που συλλέγονται από τον αντικειμενικό κόσμο (φύση και κοινωνία). Διαμορφώνει
έτσι τα προβλήματα και τις υποθέσεις της έρευνας μέσα από ένα σύνολο
μεθοδολογικών αρχών και γνώσεων και ειδικά στις φυσικές επιστήμες διατυπώνει
τους όρους του νέου πειράματος και επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα.    
Συμπερασματικά,  δεν ζητάμε
από το μαθητή να γίνεται ερευνητής και να εξοικειώνεται  αποκλειστικά και μόνο με
τις αρχές της μαθηματικής λογικής και να τις συνδέει με την υποτιθέμενη έρευνα
στο σχολείο. Αυτό είναι μια εντελώς αυθαίρετη και απαράδεκτη προσέγγιση της
αντίληψης της επιστήμης, της έρευνας, της μάθησης και της διδασκαλίας. Το
σχολείο φροντίζει να κατευθύνει το μαθητή στη μάθηση και τη γνώση των
αντικειμένων και τη σταδιακή ολοκλήρωση των επιστημονικών μεθόδων. Ας μάθει και
ας κατανοήσει ο μαθητής αυτό που διδάσκεται από τους εκπαιδευτικούς, που έχουν
γνώσεις και εμπειρίες και τις έχουν καταθέσει σε πρακτικές εφαρμογές στο
σχολείο και την αντίστοιχη βιβλιογραφία και αυτό είναι επαρκές. Σήμερα είναι
δύσκολο να μπει ο μαθητής σε μια τέτοια αντίληψη και νοοτροπία, αφού διαχέεται
σε πολλά αντικείμενα που προτείνονται μέσα από τις διαρκώς επαναλαμβανόμενες
μεταρρυθμίσεις. Για παράδειγμα το project, μια διάσταση του “νέου σχολείου”,
κατευθύνεται προς μια επιπόλαια διάχυση πληροφοριών χωρίς μεθοδολογικές αρχές.    
Η πρόταση του υπουργείου αναφέρεται σε
στρατηγικούς στόχους, τρόπους, διαδικασίες, κοινωνικές δραστηριότητες,
δεξιότητες και επιχειρηματικό πνεύμα, χωρίς καμιά αναφορά στο περιεχόμενο της
γνώσης μέσω των αναλυτικών προγραμμάτων πράγμα που είναι απαράδεκτο.    
Ψηφιακό σχολείο: Το σύνολο
των σκοπών του νέου σχολείου βασίζεται σε άξονες λειτουργικούς και όχι άξονες
περιεχομένου. Αυτό θα πει ότι ο σκοπός της διδασκαλίας των γνωστικών
αντικειμένων δεν είναι η μάθηση αλλά, η δυνατότητα επεξεργασίας της πληροφορίας
μέσα από τις δικτυακές λειτουργίες. Είναι φανερό ότι εντάσσεται ο εκπαιδευτικός
και ο μαθητής στη δικτυακή- ηλεκτρονική-ψηφιακή λειτουργία. σαν να συμμετέχει
σε ένα video game. Ο εκπαιδευτικός δεν
έχει το ρόλο του εκπαιδευτή-καθοδηγητή στη γνώση, αλλά το ρόλο του διαχειριστή
-χρήστη, όπως αναφέρεται στη σελίδα 14 της πρότασης του Υπουργείου:
«εξασφαλίζεται δυνατότητα αποτίμησης και αξιολόγησης των υπηρεσιών εκπαίδευσης
μέσω της επεξεργασία των στοιχείων που θα συλλέγονται από το σύστημα». Η
αναφορά σε νέα μέσα και νέα προγράμματα συνδέεται με απροσδιόριστες  ιδέες για νέες
διδακτικές σε συνεργασία με τα νέα ψηφιακά περιβάλλοντα. Αυτό σημαίνει ότι
αναγκαία και ικανή συνθήκη είναι η τεχνολογία, ενώ στην πραγματικότητα είναι το
περιεχόμενο των επιστημών, των πρακτικών εφαρμογών και αισθητικών
δραστηριοτήτων, όπως περιλαμβάνονται στα βιβλία που μελετά ο μαθητής με τη
βοήθεια του  χαρτιού και του
μολυβιού. Για να γράφει και να στοχάζεται πάνω στο πρόβλημα, και όχι απλώς να
μεταφέρει πληροφορίες διαμεσολαβητικά.
Αυτοαξιολόγηση-αξιολόγηση: Ο
μηχανισμός της αξιολόγησης-αυτοαξιολόγησης που διαμορφώνεται σταδιακά μέσα από
το λεγόμενο “νέο σχολείο” διαχέεται σε μεγάλο βαθμό σε όλους τους
παράγοντες της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Συμπεριφέρεται και λειτουργεί ως
διοικητικός μηχανισμός 
συρρίκνωσης της επιστημονικής γνώσης, εξάρτησης, καταστολής και ιδεολογικής
χειραγώγησης . Η αυτοαξιολόγηση στρέφεται σε ετερόκλητες διαφορετικής τάξης
σχέσεις ελέγχου, που φαινομενικά είναι “ποιοτικές”, αλλά στην
πραγματικότητα είναι ισοπεδωτικές, ποσοτικές κλίμακες βαθμολόγησης. Επιδιώκεται
να διαμορφωθούν κοινοί κανόνες προσαρμογής στον τρόπο προσέγγισης του
πληροφοριακού υλικού και παράλληλα  ανταγωνιστικές ομάδες, ανώτερα και κατώτερα
σχολεία. Έτσι δεν αξιολογείται η πορεία και η εξέλιξη της διδακτικής
διαδικασίας, αλλά τα αποτελέσματά της, όπως τα εννοούν οι εμπνευστές του
Προγράμματος και κριτές . Δημιουργείται ένα ιεραρχικό, εξεταστικό σύστημα
διαφορετικών επιπέδων όπου πραγματοποιείται ασφυκτικός έλεγχος και συνήθως
απειλές ακύρωσης της δημιουργικής διαδικασίας . 
Προωθείται η διδασκαλία  των θεματικών ενοτήτων  σε όλο το φάσμα των
γνωστικών αντικειμένων με αποτέλεσμα να διδάσκονται αυτόνομα και
ανεξάρτητα-αποσπασματικά σε σχέση με το σύνολο της επιστημονικής γνώσης με
στόχο:
  1. Να μην υπάρχει γενική και καθολική
    ολόπλευρη γνώση της επιστήμης στο σχολείο και η αντιστοίχησής της με την
    αντικειμενική φυσική και κοινωνική πραγματικότητα.
  2. Να  εντάσσεται το περιεχόμενο των θεματικών
    ενοτήτων σε ένα πρόγραμμα αξιολογικό με ερωτήσεις και απαντήσεις
    μετρήσιμων αποτελεσμάτων.
Αυτή η πραγματικότητα αναγνωρίζεται σε
ολόκληρη τη διαδικασία της ηλεκτρονικής και ψηφιακής διδασκαλίας των
αντικειμένων, όπου είναι συμβατή η αποσπασματικότητα και η θεματικότητα με την
επεξεργασία της πληροφορίας. Εμείς πιστεύουμε ότι ο πραγματικός στόχος της
εκπαίδευσης είναι η μάθηση και η γνώση του αντικειμένου. Αυτό σημαίνει ότι ο
μαθητής πρέπει να αντιλαμβάνεται να κατανοεί και να προσλαμβάνει το σύνολο του
περιεχομένου με εννοιολογικές προκείμενες και ταυτόχρονα να το επεξεργάζεται
νοηματικά, σημασιολογικά και ερμηνευτικά και όχι αποσπασματικά. Η διδασκαλία δεν είναι ποσοτική μετρική διαδικασία, αλλά απελευθέρωση
μορφών της γνώσης σε σχέση με την υλική, νοητική και συνειδητή πραγματικότητα.
Στην πρόταση του Υπουργείου, σ. 22-24,  παρουσιάζονται  Οι στόχοι του προγράμματος σπουδών, οι  οποίοι χαρακτηρίζονται
από απροσδιοριστία και μεγάλη ασάφεια.. Χρησιμοποιούνται οι έννοιες «ανοικτό
και ευέλικτο, έτσι ώστε να συμμετέχουν και να παρεμβαίνουν όλοι οι
εκπαιδευτικοί στο περιεχόμενο και τη μέθοδο διδασκαλίας». Το βασικό
χαρακτηριστικό γνώρισμα του “νέου σχολείου” είναι η αντίληψη ότι
καθοριστικό ρόλο παίζει η διαχείριση και επεξεργασία του μέσου και του τρόπου
διδασκαλίας. Αυτό εκδηλώνεται με τεχνικές και μεθόδους διδασκαλίας και
επικοινωνιακές-βιωματικές 
πρακτικές, που απορροφούν το σκοπό και το περιεχόμενο, το οποίο παραμένει το
ίδιο καταναγκαστικό με το παρελθόν χωρίς ουσιαστικά να αμφισβητείται.
Παρουσιάζεται ως “νέο σχολείο”, ενώ
στην πραγματικότητα είναι παλιό αλλά  με νέο περιτύλιγμα, καθόλου απελευθερωτικό,
που επιδιώκει να κινηθεί στο πλαίσιο μιας μαθηματικολογικής γλώσσας, που ακραία
λογική της συνέπεια που είναι ο παραλογισμός. Οι στόχοι που τίθενται για το
πρόγραμμα σπουδών 
εναρμονίζονται με τους στόχους για  το “νέο σχολείο. Οι στόχοι αυτοί
περιέχουν μια ισοπεδωτική  αντίληψη
ότι υπάρχει ελευθερία και ευελιξία στις σχέσεις ανάμεσα  στα άτομα και τις ομάδες
που συμμετέχουν σε ένα κοινό σκοπό, δηλαδή την “ανάπτυξη βασικών γνώσεων
και δεξιοτήτων για την ένταξη στην αγορά εργασίας και στην κοινωνία
γενικά”. Στις προτάσεις περιγράφεται ένα πρόγραμμα σπουδών “ανοικτό
και ευέλικτο ως προς τον εκπαιδευτικό ο οποίος θα έχει την δυνατότητα  παρέμβασης και
αυτενέργειας του εκπαιδευτικού και του μαθητή στο περιεχόμενο και τη μέθοδο
διδασκαλίας” , πράγμα που δεν μπορεί να υλοποιηθεί. Δεν ασχολούνται
καθόλου με το αντικείμενο των επιστημών που θα διδαχθούν (εννοιολογικά,
μεθοδολογικά και ερμηνευτικά), τη μόρφωση, τη γνώση και την απελευθέρωση της
σκέψης.
Οι θέσεις για το “νέο σχολείο”
αναφέρονται επίσης και σε ένα στοχοκεντρικό πρόγραμμα, το οποίο κατά την άποψή
μας συνδέεται μόνο με εμπειρικές διαδικασίες, τεχνικές και λύσεις όπου
διαχέεται ασαφώς η αντίληψη περί γνώσεων και δεξιοτήτων. Κυριαρχεί σε αυτό το
πρόγραμμα η επιλεκτικότητα και κατά προέκταση η συγκρότηση θεματικών ενοτήτων
ευέλικτων, με εσωτερική λογική συνέπεια και τεχνικές απαντήσεων και λύσεων. Θα
μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το στοχοκεντρικό πρόγραμμα επαγωγικό και εμπειρικό
από το οποίο λείπει η διάσταση των αρχών και σκοπών της διδασκαλίας των
γνωστικών αντικειμένων. Το στοχοκεντρικό πρόγραμμα σπουδών είναι διεκπεραιωτικό
και εφαρμοστικό γιατί συνδέει άμεσα χωρίς άλλα στάδια  διδακτικής διαδικασίας
το αντικείμενο με το τελικό αποτέλεσμα. Δεν ορίζονται αρχές και σκοποί που να
βασίζονται σε θεμελιώδεις έννοιες και γνώσεις -προτάσεις αλλά μόνο
διαδικαστικές δραστηριότητες. Το “ενιαίο και συνεκτικό” πρόγραμμα
είναι μια απλή συμβατική κατάσταση που δεν εκφράζει την ουσία της επιστημονικής
και σχολικής πραγματικότητας.             
Η διαχείριση, χρήση και διεκπεραίωση των
γνώσεων υπό μορφή συσσωρευμένων πληροφοριών ομαδοποιημένων και συνεκτικά
εκφρασμένων σε κλειστά συστήματα αποκλίνει από τους πραγματικούς σκοπούς της
εκπαίδευσης και της σχολικής διαδικασίας και κατά κανένα τρόπο δεν
προσανατολίζει το μαθητή προς τη μάθηση. Ο σκοπός του σχολείου είναι η
στοχαστική, ενεργητική, δημιουργική επεξεργασία των γνώσεων μέσα από το λόγο
και τη γλωσσική επεξεργασία σε πεδία των διαφορετικών επιστημών και
διαφορετικών μεθόδων, οι οποίες μπορούν να κατευθύνονται σε μια συνθετική
μεθοδολογία γενικής αποδοχής και όχι σε μια συμβατική γλώσσα . Το ζητούμενο
είναι η ουσιαστική και όχι η συμβατική προσέγγιση των γνώσεων, τέτοια που να
κατοχυρώνει την ετεροκαθορισμένη γνώση, την ποικιλομορφία και πολυμορφία,
αποφεύγοντας την τελική αναγωγή, δηλαδή ένα στείρο αναγωγισμό, που καταλήγει σε
τελεολογισμό.
Αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα  είναι καταναγκαστικό,
αυταρχικό,  ολοκληρωτικό και δεν
αφήνει κανένα περιθώριο ελευθερίας στο δάσκαλο και στο μαθητή. Δεν αφήνει
κανένα περιθώριο ουσιαστικού διαλόγου, δημιουργικής  και ιστορικής σκέψης
στην τάξη και γενικά στις συλλογικές διαδικασίες παρά μόνο συμβατικού διαλόγου.
Το εκπαιδευτικό σύστημα που προτείνεται είναι ετερόφωτο και αναπαραγωγικό,
γιατί ζητάει από το μαθητή επιλεκτικά, εναλλακτικά και αποσπασματικά  να  ανασύρει γνώσεις και
πληροφορίες από το διαδίκτυο και να τις αναπαράγει.
Δεν προσανατολίζει το μαθητή στην αγάπη προς
το βιβλίο με τις διαφορετικές αισθητικές διαστάσεις και ευαισθησίες αλλά στις  μετρήσιμες πληροφοριακές
μονάδες, κινήσεις και συναισθήματα . Το αποτέλεσμα είναι η ποσοτική μέτρηση των
πάντων καθηγητών και μαθητών.       

Αφήστε μια απάντηση