8 Μάρτη – Ιστορικά στοιχεία

Η πρώτη γυναικεία απεργία έγινε στην Αγγλική πόλη Ουόρτσεστερ το 1804 από τις εργάτριες που κατασκεύαζαν γάντια. Το 1831 τις ακολούθησαν οι Γαλλίδες καπελούδες. Στις ΗΠΑ, η πρώτη αποκλειστικά γυναικεία απεργία έγινε το 1820 στο New England, στις βιοτεχνίες ενδυμάτων, με αιτήματα για καλύτερες συνθήκες δουλειάς, αξιοπρεπείς μισθούς και μικρότερα ωράρια. Η δε απεργία των υφαντριών στο Ντόβερ, το 1828, είχε επιτυχία 100% (και μια εφημερίδα κάλεσε την κυβέρνηση να ενεργοποιήσει την πολιτοφυλακή, για να προλάβει την επιβολή… γυναικοκρατίας!). Το 1834 και το 1836 ακολούθησαν δύο ακόμη μεγάλες απεργίες από τις βαμβακεργάτριες της βιομηχανίας Lowell στη Μασαχουσέτη. Ειδικά το 1836, η απεργία κατατρόμαξε τις αρχές (που νόμιζαν ότι επρόκειτο για λαϊκή επανάσταση!). Το 1844, οι εργάτριες της συγκεκριμένης βαμβακοβιομηχανίας ίδρυσαν το πρώτο γυναικείο εργατικό σωματείο. Η έντονη δραστηριότητά του είχε σαν αποτέλεσμα τις πρώτες μεταρρυθμίσεις στις συνθήκες εργασίας στην κλωστοϋφαντουργία. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο δημιουργήθηκαν σωματεία στους κλάδους των καπνεργατριών, των ραφτρών, των τυπογράφων, των μοδιστρών και των εργαζόμενων σε πλυντήρια. Το 1900 οι εργαζόμενες στις βιομηχανίες ενδυμάτων συγκρότησαν μερικά από τα πιο σημαντικά σωματεία στην ιστορία των ΗΠΑ. Οι συνθήκες εργασίας στα κέντρα του εμπορίου ενδυμάτων στις μεγάλες πόλεις, όπως η Ν. Υόρκη, ήταν εκείνη την εποχή σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Υπήρχαν συχνά πυρκαγιές, το φως ήταν ανεπαρκές, ο ήχος των μηχανημάτων εκκωφαντικός και το περιβάλλον μολυσμένο. Οι γυναίκες δέχονταν πρόστιμα για οτιδήποτε βάζει ο νους. Επειδή μιλούσαν, επειδή γελούσαν ή τραγουδούσαν, για τους λεκέδες από τα λάδια των μηχανών πάνω στα υφάσματα, για τις ραφές που ήταν πολύ στενές ή πολύ χαλαρές. Οι υπερωρίες ήταν συχνές, αλλά η πληρωμή γι’ αυτές όχι.

Στις 8 Μαρτίου 1857, οι εργαζόμενες στις βιοτεχνίες ενδυμάτων της Ν. Υόρκης διοργάνωσαν πορείες με πικετοφορία, απαιτώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας, ωράριο 10 ωρών και ισότιμα δικαιώματα για τις γυναίκες. Το συγκεντρωμένο πλήθος δέχτηκε επίθεση από την αστυνομία.

Το Φλεβάρη του 1910 έγινε μια μεγάλη και μακροχρόνια απεργιακή κινητοποίηση, στην οποία πήραν μέρος πάνω από 20000 εργάτριες. Για 13 βδομάδες, μέσα στο καταχείμωνο, γυναίκες μεταξύ 16 και 25 ετών διοργάνωσαν και συμμετείχαν σε πικετοφορίες σε καθημερινή βάση. Σε αυτές δέχονταν την επίθεση των αστυνομικών οι οποίοι τις ξυλοκοπούσαν και τις φόρτωναν σε κλούβες. Τα δικαστήρια ήταν προκατειλημμένα υπέρ των ιδιοκτητών. Ένας δικαστής δοκίμασε να αναμείξει τη θρησκεία, που έχει αποδειχθεί ένα από τα πάγια και πιο αποτελεσματικά όπλα κάθε εκμεταλλευτικού συστήματος: «Απεργείτε εναντίον του θεού και της φύσης, της οποίας ο πρώτος νόμος λέει ότι ο άνθρωπος κερδίζει το ψωμί του με τον ιδρώτα και τον κόπο του. Απεργείτε εναντίον του θεού!»… Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Μπέρναρντ Σο σχολιάζει: «Θαυμάσια! Η μεσαιωνική Αμερική βρίσκεται πάντα σε στενές προσωπικές σχέσεις με τον παντοδύναμο!» Ωστόσο, η απεργία δεν διαλύθηκε παρά μόνο όταν έγιναν συμβιβασμοί στις περισσότερες επιχειρήσεις. Ο ενθουσιασμός και το πείσμα των γυναικών υπήρξαν πρωτοφανείς.

Ένα χρόνο αργότερα, στις 25 Μαρτίου του 1911, ξέσπασε η περίφημη φωτιά του Τριγώνου. Παγιδεύοντας γυναίκες στους ψηλότερους ορόφους μιας μεγάλης βιομηχανίας (οι έξοδοι κινδύνου είχαν σφραγιστεί από την εξωτερική πλευρά για να εμποδίζουν τους εργάτες να το σκάνε), η πυρκαγιά κόστισε τη ζωή 146 ανθρώπων. Ανάμεσά τους πολλές ήταν οι γυναίκες, ηλικίας μεταξύ 13 και 25 ετών, οι οποίες πρόσφατα είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ.

Το Μάρτιο του 1912 έγινε μια μεγαλειώδης πορεία στη Ν. Υόρκη. 23000 γυναίκες, εργάτριες στις κλωστοϋφαντουργίες της Ν. Υόρκης διαδήλωσαν και πάλι, απαιτώντας 10ωρη βάρδια, καλύτερες συνθήκες εργασίας, ίσο μισθό με τους άντρες, την κατάργηση της παιδικής εργασίας και το δικαίωμα ψήφου. Το σύνθημά τους ήταν «Ψωμί και Τριαντάφυλλα».

Αλλά το 1910, κατά τη διάρκεια των εργασιών της Δεύτερης Διεθνούς Συνδιάσκεψης Σοσιαλιστριών γυναικών (Κοπεγχάγη), η επαναστάτρια και αγωνίστρια του παγκόσμιου εργατικού κινήματος Κλάρα Τσέτκιν είχε ήδη προτείνει να καθιερωθεί η 8η Μάρτη ως Παγκόσμια Μέρα της Γυναίκας, ώστε να τιμηθούν οι δυο προηγούμενες ιστορικές διαδηλώσεις των ΗΠΑ. Να αφιερωθεί στις εργαζόμενες γυναίκες όλου του κόσμου και στον αγώνα για το δικαίωμα ψήφου που, ακόμη, δεν είχε καταχτηθεί. Ακολούθησαν πολλές διαδηλώσεις γυναικών στις 8 του Μάρτη (στη Γερμανία και τη Γαλλία το 1914, στην προεπαναστατική Ρωσία το 1917), διεκδικητικές και τιμητικές ταυτόχρονα.

Το 1977 ο ΟΗΕ καλεί κάθε χώρα να αφιερώνει αυτή την ημέρα στα δικαιώματα των γυναικών.

Στην Ελλάδα, η πρώτη απεργία εργατριών έγινε στις 13 Απριλίου του 1892, από τις υφάντριες του δεύτερου εργοστασίου υφαντουργίας των Αδελφών Ρετσίνα, στον Πειραιά. Εκείνη τη χρονιά, η συγκεκριμένη υφαντουργία αποφασίζει να μειώσει την αμοιβή που κατέβαλλε στις εργάτριες, από 80 σε 65 λεπτά το τόπι υφάσματος (μείωση στο μεροκάματο κατά 20%).

Είναι η χρονιά που οι Αδελφοί Ρετσίνα, εκ Πελοποννήσου καταγόμενοι, αποκτούν και το πέμπτο εργοστάσιό τους, απασχολούν δε συνολικά 2000 εργάτες κι εργάτριες. Παράγουν βαμβακερά υφάσματα, γνωστά και ως ‘ρετσίνες’. Αξίζει να σημειωθεί ότι η υφαντουργία τους ήταν εκείνη την εποχή η σημαντικότερη των Βαλκανίων. Επιπλέον, ο Θεόδωρος Ρετσίνας ήταν τότε δήμαρχος Πειραιά, ενώ ένας αδελφός του θα εκλεγεί βουλευτής Αττικής στις εκλογές της 3ης του Μάη.

Με την κοινοποίηση της απόφασης, 60 (ή και περισσότερες) εργάτριες αρνούνται να δουλέψουν και, διασχίζοντας σε πορεία τους δρόμους του Πειραιά, πηγαίνουν στη διεύθυνση του εργοστασίου να διαμαρτυρηθούν.

Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται, οι εργαζόμενες γυναίκες στη χώρα μας πάλευαν από πολύ νωρίς ενάντια στους εργοδότες, όχι απλά συμπληρωματικά στο πλευρό των εργατών, αλλά και αυτόνομα. Σε μια εποχή που η γυναίκα θεωρούνταν ετερόφωτη ακόμα προσωπικότητα και πάντα εξαρτημένη από έναν άντρα, χωρίς δική της άποψη και θέληση, άρα αυτονόητα υποταγμένη και στον άντρα και στον εργοδότη, οι πρώτες εκείνες προσπάθειες αντίστασης αποδεικνύουν τη δυναμική της εργαζόμενης, ανατρέποντας τα ως τότε δεδομένα.

Σχετικά με το γεγονός, ο τύπος τότε τήρησε σιωπή. Η Τρικουπική «Εφημερίς» του Κορομηλά μόλις που αναφέρει την απεργία στις «μικρές ειδήσεις», υποβαθμίζοντας και στηλιτεύοντάς τη. Αν λάβουμε υπόψη ότι γύρω στο 1900, το δεύτερο εργοστάσιο των Αδελφών Ρετσίνα (εκτός από 50 εργάτες και 10 υπαλλήλους) απασχολούσε 200 εργάτριες, το ποσοστό που απέργησε υπολογίζεται περίπου στο 30%. Δε συνέφερε να γίνουν παραδείγματα προς μίμηση. Αντίθετα, έπρεπε να διατηρηθεί το «διαίρει και βασίλευε» ανάμεσα στις γυναίκες (που πληρώνονταν λιγότερα) και στους άντρες εργάτες. Με ανύπαρκτη ακόμα την εργατική νομοθεσία και, στα πλαίσια του ελεύθερου ανταγωνισμού, οι εργάτες δούλευαν εξαντλητικά. Σε ισχύ βρισκόταν η ατομική συμφωνία μεταξύ εργάτη και εργοδότη που μόνος του καθόριζε τον χρόνο δουλειάς, την πρόσληψη και απόλυση των εργατών, χωρίς υποχρέωση αποζημίωσης. Ωστόσο, η «Εφημερίς των Κυριών» της Καλλιρόης Παρέν (που εκδίδεται από το 1887), υπερασπίζεται τις γυναίκες απεργούς: «Φρονούμεν ότι έδει να αυξηθή το ημερομίσθιον των πτωχών εργατίδων, αίτινες δι’ όλης της ημέρας εργαζόμεναι, μόλις πορίζονται τον επιούσιον άρτον, πλουτίζουσαι ολονέν δια του ιδρώτος αυτών τα βαλάντια των εργοστασιαρχών».

Στη συνέχεια, οι γυναίκες της εργατικής τάξης έλαβαν μέρος σε πολλές κινητοποιήσεις, δίνοντας και θύματα στον αγώνα για την κατάκτηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων που ήταν το πρώτο ουσιαστικό βήμα για τη χειραφέτηση και την ισοτιμία τους.

Από το 1924 αρχίζουν οι αγώνες των καπνεργατών. Οι συνθήκες εργασίας είναι άσχημες, τα μεροκάματα μικρά, η εφεύρεση των μηχανών και η εφαρμογή τους φέρνουν ανεργία.

Τη χρονιά εκείνη (1924) σκοτώνεται η καπνεργάτρια Μαρία Χουσιάδου, στην απεργία της Καβάλας. Αλλά το 1926, οι καπνεργάτες πραγματικά αναστατώνονται. Αρχίζουν οι κινητοποιήσεις. Κατεβαίνουν σε συλλαλητήρια. Στην απεργία του εργοστασίου «Παπαστράτος» στο Αγρίνιο, η Βασιλική Γεωργαντζέλη (Μικρασιάτισσα που είχε εγκατασταθεί εκεί από το 1923) συμμετέχει στην ομάδα των εργατών που φρουρούν την απεργία και τις συγκεντρώσεις των απεργών.

Στις 8 Αυγούστου 1926 οι γυναίκες συμπορεύονται με τους άντρες. Ανάμεσά τους και η Βασιλική. Είναι νέα, 28 με 30 χρονών. Έχει ήδη δύο παιδιά (τον Γεράσιμο, 9 ετών και την Παρασκευή ή Βούλα, 5) και είναι έγκυος 6 μηνών. Αγωνίζεται για να εξασφαλίσει ένα πιο αισιόδοξο μέλλον στα παιδιά της. Παλεύει για καλύτερο μεροκάματο και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Η πορεία συναντά την αντίσταση των αστυνομικών κάπου στις βενζίνες του Πολυχρόνη, κοντά στο πάρκο. Εκτελούν διαταγή. Οι σφαίρες πέφτουν βροχή, βαρούν στο ψαχνό. Στην τύχη, ίσως, σημαδεύουν τη μητέρα με το έμβρυο στην κοιλιά. Την ίδια μέρα σκοτώθηκε κι ο Θεμιστοκλής Καραμιχάλης. Η κηδεία των θυμάτων πήρε τη μορφή συλλαλητηρίου όπου συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης. Τελικά, πολλά από τα αιτήματα των καπνεργατών βρήκαν τη λύση τους (600 δρχ ενίσχυση στους ανέργους, αύξηση του μεροκάματου κατά 25 δρχ, καθιέρωση του Ταμείου Ασφάλισης Καπνεργατών).

Το 1927 σκοτώνεται η καπνεργάτρια Κωνσταντέλλη, επίσης από το Αγρίνιο. Αλλά και η Αναστασία Καρανικόλα, στις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης (9 του Μάη 1936). Ο 19ος αιώνας συνδέεται στενά και άμεσα με την παιδική εργασία, αγοριών και κοριτσιών, αδιάκριτα. Σε Ευρώπη και Αμερική, οι ανήλικοι που απασχολούνταν σε εργοστάσια, ορυχεία, αλλά και κάθε δουλειά που μπορούσε να βγάλει σε πέρας η ιδιομορφία της μικρής ακόμα ανάπτυξης τους, (η οποία συχνά ήταν προτέρημα!) δεν διαχωρίζονταν από τους ενήλικους «συναδέλφους» τους, παρά μόνο στο μεροκάματο. Η βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία έδωσε, ωστόσο, στην έννοια της παιδικής εργασίας μια εντελώς καινούργια διάσταση

Παιδιά από 4 ετών δούλευαν στα εργοστάσια, κάτω από πολύ άσχημες συνθήκες, αναγκαστικά, αφού πολλές φορές ήταν ορφανά.

Για τις συνθήκες και τον τρόπο συμπεριφοράς απέναντι στα παιδιά, ο Τζον Άλετ δηλώνει χαρακτηριστικά στον Μάικλ Σάντλερ πως «θα προτιμούσε να βλέπει τα παιδιά να πεθαίνουν απ’ την πείνα, παρά να τους συμπεριφέρονται με τον συγκεκριμένο τρόπο. Ο Τσαρλς Αμπερντίν δηλώνει πως η αύξηση της εργασίας μειώνει κατά 1/10 τη ζωή των παιδιών και πως το όριο ζωής τους δεν ξεπερνά τα 40 χρόνια.

Ο Στέφεν Μπίνις αναφέρει πως στα υφαντουργεία η θερμοκρασία του αέρα έφτανε τους 80ο C, του νερού 110-120ο C και τα παιδιά υπέφεραν, καθώς έβρεχαν συνέχεια τα χέρια τους με το καυτό νερό. Τα παράθυρα έμεναν κλειστά και κινδύνευαν να πεθάνουν από την αλλαγή της θερμοκρασίας, όταν έβγαιναν στο κρύο. Κοιμόντουσαν 3 σε 1 κρεβάτι, παρόλο που τους υπόσχονταν καλύτερη ζωή.

Ο Τζον Μπίρλεϊ θυμάται τη μέρα που τον πήραν να δουλέψει σε ένα εργοστάσιο, γυναίκες να κλαίνε και μια να φωνάζει ότι θα ξέφευγε απ’ τη θέση του. Ένα άλλο παιδί, ο Ρόμπερτ Μπλίνικ απέκτησε σοβαρό πρόβλημα στο γόνατο, ζώντας την όμορφη ζωή που του υποσχέθηκαν.

Τα παιδιά έκαναν συνήθως δουλειά σε κλωστοϋφαντουργικές βιομηχανίες. Εκεί, η δουλειά που έκαναν τα μικρότερα, 6-7 χρονών, ήταν αυτή των «σκουπιδιάρηδων». Αυτό που έπρεπε να κάνουν ήταν να μαζεύουν το μαλλί που είχε πέσει στο πάτωμα του εργοστασίου. Περιλάμβανε όμως και το σύρσιμο κάτω από τις μηχανές που δούλευαν, με πολύ συχνά τα ατυχήματα. Φυσικά, απαγορευόταν να κάτσουν τα παιδιά κάτω ή να ξεκουραστούν. Μια άλλη σημαντική δυσκολία ήταν ο τρόμος που ένιωθαν τα παιδιά, ακούγοντας και μόνο το μηχάνημα πάνω από τα κεφάλια τους, η σκόνη που υπήρχε μέσα στα εργοστάσια και τα έπνιγε και ένας δυνατός πόνος στη μέση από τη σκυφτή στάση που έπρεπε να έχουν διαρκώς. Πάντα όμως ακουγόταν και η αντίθετη άποψη των εργοστασιαρχών. Σύμφωνα με αυτούς, η δουλειά που είχαν να κάνουν τα μικρά παιδιά ήταν πανεύκολη, αφού απλά περπατούν και, όποτε θέλουν, μπορούν να καθίσουν!…

Σε όλες αυτές τις ώρες δουλειάς, δεν υπήρχε καμιά ευκαιρία ξεκούρασης. Όποιος τολμούσε να καθίσει, το πλήρωνε στην κυριολεξία με αίμα. Ο Στέφεν Μπίνις, ο οποίος έγινε επιτηρητής, δηλώνει ότι τα παιδιά, για να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, τρώνε συνέχεια ξύλο και πως, κάθε φορά που υπάρχει κάποιο αντικείμενο στο οποίο μπορούν να ξεκουραστούν, διατάζει να εξαφανιστεί. Ο Τζον Μπίρλεϊ θυμάται μια φορά που ο γιος ενός τεχνίτη τον χτυπούσε μέχρι που τρόμαξε. Ο λόγος της τρομάρας του νταή νεαρού ήταν ότι ο Τζον λιποθύμησε από τον πόνο και ο δράστης νόμιζε πως τον είχε σκοτώσει. Υπήρχαν όμως κι επιτηρητές που λυπούνταν τα παιδιά. Ο Ρόμπερτ Μπλίνκε αναφέρει πως υπήρχε κάποιος που δεν άντεχε τις φωνές των παιδιών και το αίμα που έσταζε από το ξύλινο ταβάνι και έκανε παρατηρήσεις στους επιτηρητές. Όταν όμως η βάρδια του τελείωνε, οι υπόλοιποι τσάκιζαν τα παιδιά…

Οι τιμωρίες που δέχονταν τα παιδιά, ακόμα και γι’ ασήμαντες αφορμές, ήταν πάρα πολύ σκληρές και, συνήθως, επιβάλλονταν από τους επιτηρητές. Τα παιδιά τους φοβούνταν και τους μισούσαν γι’ αυτά που έκαναν. Οι τιμωρίες μπορεί να ήταν μαστίγωμα ή άγριο γρονθοκόπημα, αρκετές φορές μέχρι θανάτου! Οι προφάσεις που έβρισκαν για να τιμωρήσουν ήταν η παραμικρή καθυστέρηση των παιδιών στη δουλειά ή και η «ανικανότητά» τους να επιτελέσουν κάποια εργασία, ανεξάρτητα από το βαθμό δυσκολίας της. Ακόμη, αν υπήρχε η οποιαδήποτε υποψία ότι κάποιος εργάτης, μεγάλα κορίτσια κυρίως (17-18 χρονών), μπορεί να το έσκαγε, έδεναν στα πόδια του σίδερα με τα οποία έπρεπε να κυκλοφορεί συνέχεια. Αυτά τα σίδερα δένονταν γύρω από τους αστραγάλους και τους γοφούς και συνδέονταν μεταξύ τους. Έτσι, τα κορίτσια έπρεπε να φορούν λιγότερα ρούχα, ακόμη και το βαρύ χειμώνα. Φυσικά, και σε αυτή την περίπτωση, υπήρχαν κάποιοι που υποστήριζαν ότι αυτά ήταν οι εξαιρέσεις και όχι ο κανόνας.

Τα ατυχήματα ήταν επίσης πάρα πολλά. Προς το τέλος της μέρας, τα παιδιά ήταν κουρασμένα και πολύ λιγότερο προσεκτικά. Ο Τζον Άλετ ήταν αυτόπτης μάρτυς ενός ατυχήματος: ένα νυσταγμένο παιδί ετοίμαζε το μαλλί για τη μηχανή παραγωγής υφάσματος. Ένα λουρί όμως τον τράβηξε και τον έσυρε στη μηχανή. Το παιδί διαμελίστηκε.

Ένα κορίτσι με το όνομα Μέρι Ρίτσαρντς, πάρα πολύ όμορφο, έφυγε από το φτωχοκομείο σε ηλικία 10 ετών για να δουλέψει σε εργοστάσιο. Το ατύχημα έγινε ένα απόγευμα, όταν η ποδιά της πιάστηκε στο κοντάρι της μηχανής. Σε μια στιγμή, το κορίτσι σύρθηκε με ακαταμάχητη δύναμη και βρόντηξε στο πάτωμα. Όλοι άκουσαν τις κραυγές της. Ο Μπλίνκε έτρεξε προς το μέρος της, κατατρομαγμένος από τη σκηνή, ανίκανος ωστόσο να κάνει το παραμικρό. Την είδε να στροβιλίζεται μαζί με το κοντάρι. Άκουγε τα κόκαλά της να σπάνε καθώς το μηχάνημα, στροβιλίζοντάς την, την τράβαγε μέσα όλο και πιο βίαια. Το αίμα της σκορπιζόταν πάνω στα τελάρα, έρεε στο πάτωμα. Το κεφάλι της έγινε χίλια κομμάτια. Τέλος, το κατακρεουργημένο σώμα της συνθλίφτηκε τόσο γρήγορα ανάμεσα στο κοντάρι και το πάτωμα, που το νερό χαμήλωσε και οι τροχοί σταμάτησαν. Τότε σταμάτησε και το κεντρικό κοντάρι. Όταν το σώμα της απαγκιστρώθηκε, κανένα κόκαλό της δε βρέθηκε στη θέση του.

Η ζωή στα εργοστάσια ήταν πολύ δύσκολη για τα παιδιά. Σκληρή δουλειά, κακή τροφή, τιμωρίες, ατυχήματα, αναπηρίες, αρρώστιες, θάνατος. Ο Σάμουελ Φίλντεν που, σε ηλικία 8 χρονών, δούλευε σε εργοστάσιο βαμβακιού έγραψε στην αυτοβιογραφία του: «αν ο διάβολος είχε ένα συγκεκριμένο εχθρό, κι ήθελε να τον βασανίσει ανελέητα, το καλύτερο που μπορούσε να κάνει είναι να πάρει την ψυχή του και να τη βάλει μέσα σε ένα εργαζόμενο παιδί στα εργοστάσια. Και να τον κρατήσει εκεί μέχρι το τέλος του!»

107 χρόνια από την εξέγερση του Κιλελέρ

 
ΚΙΛΕΛΕΡ 6 ΜΑΡΤΗ 1910
Το Δ.Σ. του ΣΕΠΕ «Γ.ΣΕΦΕΡΗΣ»  με
αφορμή την επέτειο των 107 χρόνων από την ηρωική εξέγερση των αγροτών του
θεσσαλικού κάμπου χαιρετίζει τους μικρομεσαίους αγρότες υποστηρίζοντας τα
δίκαια αιτήματά τους γιατί αφορούν στην ίδια την επιβίωσή τους.
Τότε, ο αγώνας
της αγροτιάς στράφηκε ενάντια στους τσιφλικάδες καταπιεστές τους, με εξεγέρσεις
και συγκρούσεις με τις δυνάμεις της κρατικής καταστολής, γιατί το αστικό κράτος
σε συμμαχία με τους μεγάλους γαιοκτήμονες διατηρούσε την εκμετάλλευση της
αγροτικής παραγωγής κάτω από το απαράδεκτο καθεστώς της ύπαρξης και
εκμετάλλευσης των κολίγων, ασκώντας όργιο βίας και τρομοκρατίας.
Σήμερα οι αγώνες
της στρέφονται ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και
όλων των προηγούμενων αστικών κυβερνήσεων, της ΕΕ, της ΚΑΠ, και των μνημονίων, ενάντια στους
δυσβάστακτους φόρους, τις τεράστιες ασφαλιστικές εισφορές, τον ΕΝΦΙΑ και τα
άλλα χαράτσια, που επιταχύνουν τη συγκέντρωση της γης, της παραγωγής και της
εμπορίας των αγροτικών προϊόντων στα χέρια των σύγχρονων «μεγαλοτσιφλικάδων»,
λίγων μεγαλοαγροτών – επιχειρηματιών, οδηγώντας συνεχώς όλο και  περισσότερους μικρομεσαίους αγρότες και
κτηνοτρόφους στον Καιάδα του ξεκληρίσματος.
Όμως οι αγώνες
αυτοί  ανέδειξαν και την αξία της της
αγωνιστικής συμπόρευσης με την εργατική τάξη, τους αυτοαπασχολούμενους της
πόλης, τη νεολαία και τις γυναίκες των λαϊκών οικογενειών. Το δυνάμωμα της κοινής μας δράσης είναι η απάντηση στις θεωρίες της
«αναποτελεσματικότητας των αγώνων» που καλλιεργούν οι δυνάμεις του
ευρωμονόδρομου και της εξουσίας των μονοπωλίων για να οδηγούν το λαό στην
εξαθλίωση, με όχημα την «εθνική ομοψυχία» απέναντι στην κρίση και τις
απαιτήσεις των δανειστών.  Είναι η
μόνη ελπίδα για την επιβίωσή μας. Ανοίγουν  το δρόμο για μια άλλη κοινωνία που θα έχει στο
επίκεντρο την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.
ΕΡΓΑΤΙΑ – ΑΓΡΟΤΙΑ  ΜΙΑ
ΦΩΝΗ ΚΑΙ  ΜΙΑ  ΓΡΟΘΙΑ!
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Είναι
γνωστό πως το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, δηλαδή η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών
και το μοίρασμά τους στους αγρότες, δε λύθηκε μετά την Επανάσταση του ’21, αλλά
μετατέθηκε για έναν αιώνα μετά, ενώ στη Θεσσαλία έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις.

 

Η
Θεσσαλία προσαρτήθηκε στην Ελλάδα το 1881, ύστερα από την υπογραφή ειδικής
σύμβασης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και την Τουρκία, στο πλαίσιο του
Συνεδρίου του Βερολίνου. Ομως τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή των αγροτών του
θεσσαλικού κάμπου. Η γη απλώς άλλαξε χέρια και τον Τούρκο δυνάστη διαδέχτηκε ο
Ελληνας, ο οποίος πολύ συχνά αποδεικνυόταν χειρότερος του προκατόχου του. Πέρα
όμως από αυτό, η κατάσταση των φτωχών αγροτών της περιοχής επιβαρυνόταν και από
τη διεθνή κατάσταση, δεδομένου ότι την εποχή που η Θεσσαλία πέρασε στην
ελληνική επικράτεια, ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρισκόταν σε συνθήκες οξύτατης
κρίσης (κρίση του προμονοπωλιακού καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού).
Ετσι πολλαπλασιάζονταν τα κερδοσκοπικά φαινόμενα γενικά και η κερδοσκοπική
εκμετάλλευση της γης ειδικότερα, με την οποία ασχολήθηκαν σημαντικοί παράγοντες
του ελληνικού χρηματιστικού κεφαλαίου που – ας σημειωθεί – στη συνέχεια
αποκλήθηκαν από το κράτος ως εθνικοί ευεργέτες.
Πώς
ζούσαν, επομένως, οι κολίγοι της Θεσσαλίας τώρα που δεν είχαν τον Τούρκο στο
κεφάλι τους;
«Οι καλλιεργηταί, όπως και
πρώτα – γράφει ο Δ. Μπούσδρας- υποχρεούντο να δίδωσιν εις τον γαιοκτήμονα
(αφέντην), το τρίτον ή το ήμισυ των παραγομένων καρπών, ενοίκιον διά την βοσκήν
των κτηνών, μέγαν αριθμόν ορνίθων και αμνών, ικανήν ποσότητα τυρού, βουτύρου,
καυσοξύλων, αιγών, πεπονιών, χόρτου και αχύρου, να στέλλωσιν εν θήλυ μέλος, ίνα
ζυμώνη και ψήνη το ψωμί της επιστασίας, λείψανον του δικαιώματος της πρώτης
νυκτός: Οι τσιφλικούχοι εξουσίαζον το σώμα των γυναικών και των θυγατέρων των
κολίγων… Κατώκουν (σ.σ. οι κολήγοι) εις τρώγλας και πολλοί συνέτρωγον εν την
αυτή φάτνη με τους όνους των, θνήσκοντες δε, και με αιμάσσουσαν καρδίαν,
ητένιζον τα πέριξ της κλίνης του θανάτου τέκνα των, διότι τα εγκατέλειπον
άστεγα… Οσάκις δε υπεδέχοντο τον αφέντην επισήμως, γονυπετείς, εσύροντο,
εκτύπων το χώμα με το μέτωπον τρεις φορές και εφίλουν τον αριστερόν πόδα του.
Γενικώς δε ειπείν αι μεγάλαι πιέσεις, αι εξαθλιώσεις και αι αφόρηται
ταπεινώσεις δίκην μαστιγίου, έπληττον τα νώτα και είχον κάμει τους χωρικούς
δέκτας ενός επαναστατικού ευαγγελίου…».

 

Τέτοια
ήταν η κατάσταση και ακόμη χειρότερη. Την περιέγραφαν άλλωστε κορυφαίοι αστοί
διανοούμενοι και πολιτικοί της εποχής. Ο Αλ. Παπαναστασίου, για παράδειγμα, σε
μια μελέτη του γραμμένη και δημοσιευμένη την άνοιξη του 1910, γράφει ανάμεσα σε
άλλα:
«Κατά
τον επικρατούντα εις την θεσσαλικήν πεδιάδα οικονομικόν οργανισμόν, η κυριότης
της γης έχει χωρισθή από την καλλιέργειαν αυτής. Η πρώτη ανήκει εις σχετικώς
ολίγους ιδιοκτήτας, η δεύτερα ευρίσκεται εις τας χείρας πολλών γεωργών… Εις
την Θεσσαλίαν η κατανομή της παραγωγής μεταξύ καλλιεργητών και ιδιοκτητών
ρυθμίζεται κατά το σύστημα της επιμόρτου καλλιέργειας… Το σύστημα τούτο είναι
ανεκτό εις πρωτογόνους κοινωνίας και πρωτογόνους αγροτικάς σχέσεις».
Το έδαφος, επομένως, στη Θεσσαλία ήταν αρκετά
γόνιμο για να φυτρώσει, να ριζώσει και να φουντώσει το απελευθερωτικό κοινωνικό
κίνημα των κολίγων, που το πολιτικό του πρόγραμμα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει,
συμπυκνωνόταν στο σύνθημα της απαλλοτρίωσης και του μοιράσματος της γης. Ενα
σύνθημα που λέγεται ότι το έριξε πρώτη η Εφημερίδα «Πανθεσσαλική» του Σοφ.
Τριανταφυλλίδη, η οποία έβγαινε στο Βόλο από το 1900, αλλά το πρόβαλαν με όλες
τους τις δυνάμεις οι ριζοσπάστες και οι σοσιαλιστές της εποχής σαν τον Μαρίνο
Αντύπα, που στα 1906 κατέβηκε στη Θεσσαλία και προπαγάνδιζε την ιδέα της
απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών, με αποτέλεσμα να τον δολοφονήσουν οι τσιφλικάδες
στις 9/3/1907. Τους κολίγους του θεσσαλικού κάμπου ενέπνευσαν, επίσης, και οι
απεργίες των Βολιωτών καπνεργατών, καθώς και οι αγώνες του Σοσιαλιστικού
Κέντρου του Βόλου, ενώ σημαντική επίδραση άσκησε πάνω τους και το κίνημα στο
Γουδί (15/8/1909), που ως γεγονός συνέβαλε να εδραιωθεί η πίστη τους στον
αγώνα, αν και ως προς τα αιτήματά τους ήταν εντελώς ξένο.
Ο
αγώνας των κολίγων κατά των τσιφλικάδων, στα χέρια των οποίων πέρασαν τα
τσιφλίκια των Οθωμανών, ξεκίνησε, σχεδόν, αμέσως μετά την απελευθέρωση της
Θεσσαλίας, το 1881.
Κι
αυτό γιατί οι τσιφλικάδες, που ήταν, κυρίως, από τους Ελληνες της διασποράς
(Ρωσία, Ρουμανία, Τουρκία κλπ.) και πολλοί – Ζαρίφης,
Ζάππας, Ζωγράφος, Σκυλίτσης, Στεφάνοβικ, Καραπάνος, Μπαλτατζής
 κ.ά – ήταν άνθρωποι του κεφαλαίου που ασχολούνταν
με χρηματικές και τραπεζικές δραστηριότητες, είχαν διαμορφώσει απάνθρωπες
συνθήκες ζωής για τους κολίγους. Τους υποχρέωναν να εργάζονται από ήλιο σε
ήλιο, δεν τους επέτρεπαν να φιλοξενούν ανθρώπους στα σπίτια τους, να
κυκλοφορούν στους δρόμους μετά τη δύση του ηλίου, ακόμα και να παντρεύονται.
Επιπλέον το αφεντικό είχε το δικαίωμα να ξεπαρθενεύει αυτό τα ανύπαντρα
κορίτσια, να κοιμάται την πρώτη νύχτα του γάμου με τη νύφη – το λεγόμενο
«δικαίωμα της πρώτης νύχτας» – να έχει τις παντρεμένες γυναίκες να συγυρίζουνε
το κονάκι του και να του κάνουν το κέφι…
Στο πλευρό των τσιφλικάδων
ήταν οι τότε κυβερνήσεις, αρνούμενες να ικανοποιήσουν το αίτημα που άρχισαν να
θέτουν οι κολίγοι για ψήφιση γενικού νόμου περί απαλλοτριώσεων των τσιφλικιών.
Η
άγρια και βάναυση εκμετάλλευση από τους τσιφλικάδες και η άρνηση των κυβερνήσεων
να ικανοποιήσουν αυτό το αίτημα, οδήγησαν τους κολίγους στον αγώνα. «Πρόδρομοι»
του ξεσηκωμού του Κιλελέρ είναι πάμπολλες αγωνιστικές αντιδράσεις που
εκδηλώθηκαν σε χωριά των νομών της Θεσσαλίας, από το 1881 μέχρι το 1910.
Να
επισημάνουμε ότι ιδιαίτερο ρόλο σ’ αυτόν τον αγροτικό ξεσηκωμό έπαιξε ο Μαρίνος
Αντύπας.
 Το 1906 έρχεται από την Κεφαλονιά στον Πυργετό της
Λάρισας, για να αναλάβει επικεφαλής στα κτήματα του θείου του, του τσιφλικά Σκιαδαρέση,
κι αμέσως αρχίζει δράση, γυρνώντας τα χωριά της Θεσσαλίας και καλώντας τους
κολίγους να ξεσηκωθούν κατά των τσιφλικάδων και να τους πάρουν τα κτήματα, ενώ
παράλληλα οργανώνει τους πρώτους «αγροτικούς συνδέσμους». Οι τσιφλικάδες
αντιδρούν και στις 9 Μάρτη του 1907 ο Ιωάν. Κυριακός, επιστάτης
του τσιφλικά Αρ. Μεταξά, δολοφονεί
τον Αντύπα. Οι κολίγοι τον μεταφέρουν νεκρό στα χέρια τους σε μια μεγάλη
απόσταση, από τον Πυργετό στα Τέμπη. Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα
και ενταφιάστηκε στο Ομόλιο.

 

Το κίνημα των κολίγων φουντώνει
Η
πρώτη πράξη συνειδητοποίησης των αγροτών ήταν να δημιουργήσουν δικές τους
οργανώσεις. Ετσι φτιάχτηκε στην Καρδίτσα, αρχικά, ο «Γεωργικός Σύλλογος» και
στη συνέχεια ακολούθησε η δημιουργία αντίστοιχων συλλόγων στη Λάρισα και τα
Τρίκαλα.
Απ’
το 1908 ο θεσσαλικός κάμπος γίνεται αναμμένο ηφαίστειο, έτοιμο να ξεσπάσει. Οι
αγρότες της Θεσσαλίας βρίσκονται σε διαρκή κινητοποίηση. Το Φλεβάρη του 1909
στην Καρδίτσα έγινε το πρώτο μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο. Μικρότερα
συλλαλητήρια έγιναν τον ίδιο μήνα στα Τρίκαλα, Σοφάδες, Αγιά, Τύρναβο και
Φάρσαλα. Στις αρχές του 1910 ο οργασμός κινητοποίησης γενικεύεται σ’ όλο το
θεσσαλικό κάμπο. Οι πρωτοπόροι αγρότες και μερικοί διανοούμενοι
“αγροτόπαιδα” γυρίζουν σε όλα τα χωριά, συγκεντρώνουν τους
δουλευτάδες της θεσσαλικής γης, τους μιλούν για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών
και τους καλούν σε ομαδικό αγώνα, σε παναγροτικά συλλαλητήρια που θα γίνουν σ’
όλες τις θεσσαλικές πόλεις… Η αγανάκτηση των εξεγερμένων κολήγων κορυφώθηκε
τόσο, ώστε άρχισαν να ξεσπούν σε πράξεις βίας κατά των τσιφλικάδων και του
κράτους τους».
Το
πόσο οξυμένα ήταν τα πνεύματα των κολίγων στις αρχές Μαρτίου του 1910, το
δείχνει ένα ακόμη γεγονός: Οταν προετοιμαζόταν το συλλαλητήριο της Λάρισας,
είχε ριχτεί η ιδέα οι χωρικοί να κατέβουν οπλισμένοι, αλλά παρενέβησαν οι
δήμαρχοι των χωριών και συγκράτησαν την αγανακτισμένη αγροτική μάζα. «Οι
Δήμαρχοι – σχολιάζει ο Γ. Κορδάτος 
ήταν μεγαλονοικοκυραίοι που είχαν τον τρόπο τους και φυσικά δεν είχαν
επαναστατική ψυχολογία. Ηταν οι ασυνείδητοι πράχτορες των αστοτσιφλικάδων».
Το μακελειό της 6ης Μαρτίου 1910

Στις 6 Μαρτίου του 1910, ημέρα Σάββατο, πριν καλά – καλά ξημερώσει, οι
κολίγοι απ’ άκρη σ’ άκρη της θεσσαλικής γης, με μαύρες και κόκκινες σημαίες, ξεκίνησαν έχοντας ως προορισμό το μεγάλο
αγροτικό συλλαλητήριο της Λάρισας. Πρώτοι μπήκαν στην πόλη οι κολίγοι του Δήμου
Κρανώνος. Ακολούθησαν οι κολίγοι από τους Δήμους Συκουρίου και Ογχήστου και
κατόπιν από άλλα χωριά, χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερα προβλήματα, αν και ο
στρατός είχε κινητοποιηθεί από τα μεσάνυχτα, ενώ οι αρχές της πόλης στο σύνολό
τους βρίσκονταν επί ποδός πολέμου.

 Οι κολίγοι των απομακρυσμένων περιοχών της
Λάρισας θα έρχονταν στην πόλη με το πρωινό τρένο, το οποίο και περίμεναν από
πολύ νωρίς στο σταθμό του Κιλελέρ (σημερινή Κυψέλη) και του Τσουλάρ (σημερινή
Μελία).
Κι
ενώ οι χωρικοί αποφάσιζαν να διαδηλώσουν ειρηνικά, λίγες ημέρες πριν, οι
εφημερίδες της Αθήνας προετοίμαζαν πολεμικό κλίμα.
«Κινδυνεύομεν
με όσα γίνονται εν Θεσσαλία – έγραφε στην “ΕΣΤΙΑ” ο Αδ. Κύρου – να
προκαλέσωμεν επέμβασιν εξωτερικήν. Είναι καιρός να συνέλθωμεν και να
αντιληφθώμεν ότι δεν είναι καιρός διά πειραματισμούς».
Και
η εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ» του Πωπ συμπλήρωνε: «Η εν Θεσσαλία εξέγερσις, η παράλογος,
αλλά και όντως αντιπατριωτική κατά την περίοδον ταύτην του πολιτειακού ημών
βίου, πρέπει να περισταλή πάση θυσία…».  Έτσι ξημέρωσε η 6η Μαρτίου του 1910, η μέρα
του μεγάλου συλλαλητηρίου.
Στη
Λάρισα,  συνέρεε πλήθος λαού κι οι
χωρικοί των απομακρυσμένων περιοχών κατέβαιναν τραγουδώντας προς τους σταθμούς
του τρένου. Σε λίγο η εικόνα θα άλλαζε εντελώς.
Στο
Κιλελέρ οι κολίγοι επιβιβάστηκαν στο τρένο για να πάνε στη Λάρισα χωρίς να
βγάλουν εισιτήριο και οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι- ύστερα από διαταγή του
διευθυντή των θεσσαλικών σιδηροδρόμων Πολίτη, που έτυχε να ταξιδεύει με κείνη
την αμαξοστοιχία – τους ζήτησαν να αποβιβαστούν. Η αποβίβαση έγινε χωρίς
αντίσταση. Αλλά ο διευθυντής θέλησε να δώσει και συνέχεια βρίζοντας χυδαία τους
κολίγους που του ανταπάντησαν με γιουχαΐσματα, ενώ ορισμένοι άρχισαν να
πετροβολούν την αμαξοστοιχία. Τα αίματα άναψαν, οι βρισιές από μέρους του
Πολίτη συνεχίστηκαν κι οι κολίγοι αγρίεψαν. Τότε εκείνος ζήτησε από τον
αξιωματικό στρατιωτικής δύναμης, που βρισκόταν στο τρένο και πήγαινε στη Λάρισα
για το συλλαλητήριο, να αντιμετωπίσει ένοπλα τους αγρότες. Ο καραβανάς
υπάκουσε. Διέταξε ευζώνους και φαντάρους να πυροβολήσουν το πλήθος. Τρεις
αγρότες – ο Στέφανος Ακριβούσ(λ)ης ή Ευαγγέλου, ο Αντώνης Δημητρίου και ο Μπόκας – πέφτουν νεκροί από τα βόλια των τσολιάδων και
τραυματίζονται πολλοί.  Το αίμα έβαψε τον
κάμπο.
Το
τρένο αγκομαχώντας έφτασε στο σταθμό Τσουλάρ, όπου κι εκεί βρίσκονταν
συγκεντρωμένοι κολίγοι για το συλλαλητήριο, αλλά δε σταμάτησε να τους πάρει.
Νέα ένταση. Η οργή των κολίγων στο κατακόρυφο. Οι τσολιάδες από τα
παράθυρα  ξαναρίχνουν στο ψαχνό και η γη
ξαναβάφεται στο αίμα. Ο Αθανάσιος
Νταφούλης ή Σαρτζελαριώτης
 μένει στον τόπο
και τραυματίζονται άλλοι 15, ανάμεσά τους οι Θ.
Νικουρδάς, Β. Βασιλόπουλος, Δ. Δημόπουλος, Ι. Συριγιάννης, Ν. Μπάκος, Β.
Θεοχαρόπουλος
 και ο 15χρονος Σπύρος Τριτάρης. Το αίμα κυλάει
άφθονο.
Οι
δολοφονικές επιθέσεις του στρατού κατά των κολίγων γίνονται γνωστές στ’ αδέλφια
τους που είναι συγκεντρωμένοι στη Λάρισα κι αρχίζουν να διαμαρτύρονται. Οι
δυνάμεις καταστολής ζητούν τη διάλυσή τους, αλλά αυτοί δεν υποχωρούν.
Φωνάζοντας «κάτω οι τσιφλικάδες» κινούνται κατά κύματα προς την πλατεία της πόλης.
Στην
οδό Φαρσάλων, στην είσοδο της πόλης, ο υπίλαρχος Χρύσης και ο ανθυπίλαρχος Σκανδάλης διατάζουν πυρ. Ο Αποστόλης
Μπατάλας
, από τη Νίκαια, τραυματίζεται βαριά και πεθαίνει
λίγο αργότερα. Τραυματίζονται κι άλλοι πολλοί, κι ανάμεσά τους οι Απ. Μπάνταρης, Θ. Γκουλέμας, Ζ. Καραμπέρης.Τα
θύματα θα ήταν πολύ περισσότερα αν κάποιοι υπαξιωματικοί από το Βόλο και τον
Πειραιά, που είχαν φιλοαγροτικά αισθήματα και προοδευτικές ιδέες, δε ζητούσαν
από τους φαντάρους να μη «χτυπάνε στο ψαχνό».
Η
είδηση της αιματοχυσίας δεν άργησε να φτάσει στους συγκεντρωμένους στη Λάρισα.
Οι σκλάβοι της γης διαμαρτύρονται, φωνάζουν εναντίον των δολοφόνων, ζητούν γη
και δικαιοσύνη. Οι δυνάμεις καταστολής χτυπούν στο ψαχνό. Χύνεται και πάλι
αίμα, γίνεται μάχη σώμα με σώμα και οι αγρότες βγαίνουν νικητές. Παρά τις
άγριες επιθέσεις οι αγρότες καταφέρνουν να φτάσουν στην πλατεία, μπροστά στο ξενοδοχείο «Πανελλήνιον»,
όπου πραγματοποιείται η μεγάλη συγκέντρωση. Εκεί, κάποιοι πολιτικάντηδες –
δήμαρχοι και άλλοι – πήγαν να πάρουν το λόγο, αλλά οι κολίγοι δεν τους άφησαν.
 Ο νομάρχης, ο αστυνόμος και ο φρούραρχος,
βλέποντας πως δεν είναι εύκολη υπόθεση η επιχείρηση καταστολής των αγροτών,
ύστερα από πολλή ώρα μάχης, διατάσσουν το στρατό να σταματήσει το πυρ. Ετσι το
συλλαλητήριο θα καταλήξει με την έγκριση του παρακάτω ψηφίσματος που στάλθηκε
τηλεγραφικώς στην Αθήνα, στην κυβέρνηση και τη Βουλή:
«Απας
ο γεωργικός λαός Λαρίσης συνελθών πανοικεί σήμερον Λάρισαν ίνα εκφράση βαθύν
πόνον και πικρόν παράπονον διά την μη υποβολήν και επιψήφισην του νόμου περί
απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και προικοδοτήσεως γενναιοτέρας του Γεωργικού
Ταμείου
Α π α ι τ ε ί
α)
Την άμεσον επιψήφισιν του νομοσχεδίου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και
διανομήν των Ζαππείων κτημάτων.
β)
Την γενναιοτέραν προικοδότησιν του γεωργικού ταμείου διά της διαθέσεως του όλου
φόρου των αροτριώντων κτηνών και παντός ό,τι νομίζει η Κυβέρνησις καλύτερον.
γ)
Εκφράζει την βαθείαν λύπην και οδύνην του διά την εκ μέρους των αρχών της
Πολιτείας άδικον επίθεσιν κατά του φιλησύχου και νομοταγούς λαού, ης θύματα
υπήρξαν άοπλοι και λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας».
Μετά
το μακελειό της 6ης Μαρτίου του 1910 η κυβέρνηση του Στ. Δραγούμη οργάνωσε
δίκες κατά των αγροτών. Οι κατηγορούμενοι, όμως, αγρότες αθωώθηκαν. Ο αγώνας
τους δεν πήγε χαμένος. Το αγροτικό κίνημα μετά το Κιλελέρ φούντωσε σε όλη την
Ελλάδα και λίγα χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να δημοσιεύσει διάταγμα
για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.
Σήμερα,
οι αγρότες αντιμετωπίζουν καινούργια οξυμένα προβλήματα και τον κίνδυνο να ξεκληριστούν
οπό τη γη τους. Ομως το Κιλελέρ μένει εκεί, φάρος φωτεινός για να τους δείχνει
το δρόμο της νίκης.

 

Μετά το Κιλελέρ
Το
αγροτικό κίνημα μετά το Κιλελέρ φούντωσε σε όλη την Ελλάδα και λίγα χρόνια
αργότερα ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να δημοσιεύσει διάταγμα για την απαλλοτρίωση
των τσιφλικιών. Στα 1911 η κυβέρνηση του Βενιζέλου απαγόρευσε τις εξώσεις των
κολίγων από τα τσιφλίκια, ενώ στην αναθεώρηση του Συντάγματος πέρασε διάταξη
που έδινε τη δυνατότητα απαλλοτρίωσης ιδιοκτησιών όχι μόνο για λόγους «δημόσιας
ανάγκης», αλλά και για λόγους «δημόσιας ωφέλειας». Τυπικά τουλάχιστον ο δρόμος
ήταν ανοικτός για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, αλλά η πολιτική ηγεσία της
αστικής τάξης, με επικεφαλής τον Βενιζέλο δεν είχε την πρόθεση να προχωρήσει
στην υλοποίηση μιας τέτοιας πολιτικής πολύ περισσότερο που η μεγάλη ιδιοκτησία
γης εκείνη την εποχή δεν ήταν απλά φεουδαρχικό υπόλειμμα αλλά, κυρίως,
μετασχηματισμός αυτού του υπολείμματος σε οικονομική δραστηριότητα της αστικής
τάξης πάνω στη γη. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1907 έως το 1914 το κράτος
απαλλοτρίωσε μόλις 54 τσιφλίκια, δηλαδή το ένα δέκατο των τσιφλικιών της
Θεσσαλίας.
Με
τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ελληνική επικράτεια
σχεδόν διπλασιάζεται, το πρόβλημα της μεγάλης γαιοκτησίας παίρνει μεγάλες
διαστάσεις και η ανάγκη ρύθμισή τους καθίσταται επιτακτική, δεδομένου ότι
πιεστικά προβάλλει και το ζήτημα της εγκατάστασης των προσφύγων που έχουν
δημιουργήσει οι πόλεμοι. Λίγο αργότερα, βέβαια, το προσφυγικό θα αποκτήσει
εκρηκτικές διαστάσεις, λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής και της υποχρεωτικής
ανταλλαγής πληθυσμών.
Το
1917 η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου προωθεί την αναγκαστική απαλλοτρίωση
των κτημάτων που ξεπερνούσαν τα 1.000 στρέμματα και κατοχυρώνει νομικά το
δικαίωμα των κολίγων και των εργατών γης να πάρουν γη είτε από απαλλοτριωμένα
τσιφλίκια είτε από γαίες του Δημοσίου. Εντούτοις, δεν απαλλοτριώθηκε κανένα
μεγάλο τσιφλίκι μέσα στο 1917, ενώ στα 1918 απαλλοτριώθηκε μόνο ένα. «Ο
Βενιζέλος – γράφει ο Κορδάτος 
έκανε πάλι το φιλοαγρότη, αλλά ο φιλοαγροτισμός του ήταν στα χαρτιά. Επρεπε ν’
αναγκαστεί από την πίεση των κολλιγάδων για να απαλλοτριώσει τα μεγάλα
τσιφλίκια».

 

Το
ζήτημα των απαλλοτριώσεων των τσιφλικιών φαίνεται να μπαίνει σε κίνηση μετά τη
Μικρασιατική Καταστροφή και υπό την πίεση του προσφυγικού προβλήματος που
αποκτάει ασφυκτικό χαρακτήρα. Ετσι η κυβέρνηση Πλαστήρα στις 15 Φεβρουαρίου του
1923 υιοθετεί διάταγμα το οποίο, μεταξύ άλλων, έδινε τη δυνατότητα να αρχίζει η
απαλλοτρίωση πριν την καταβολή αποζημίωσης. Αλλο επίσης διάταγμα αναφορικά με
τις απαλλοτριώσεις τσιφλικιών προωθείται το Νοέμβρη του 1925. Εντούτοις,
οριστική λύση του προβλήματος δε δίνεται. Σύμφωνα με τη γεωργική απογραφή του
1929, ένας πολύ μικρός αριθμός γαιοκτημόνων συνέχιζε να ελέγχει τεράστιες εκτάσεις.
Για παράδειγμα, 397 γαιοκτήμονες είχαν ο καθένας καλλιεργούμενες εκτάσεις πάνω
από 5.000 στρέμματα, 1041 γαιοκτήμονες είχαν ο καθένας από 1.000 έως 5.0000
στρέμματα, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών αρκούνταν σε μικρές και
συχνά μη βιώσιμες οικονομικά εκτάσεις αφού 358.718 απ’ αυτούς είχαν από 1 έως
10 στέμματα καλλιεργήσιμης γης και άλλοι 334.618 αρκούνταν σε καλλιεργήσιμη γη
από 11 έως 30 στρέμματα. Το χαρακτηριστικό, πάντως, αυτής της περιόδου, της
περιόδου μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικότερα μετά τη Μικρασιατική
Καταστροφή, είναι ότι το αγροτικό ζήτημα συνδέεται όλο και περισσότερο με το
κοινωνικό ζήτημα, με την οργανωμένη πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική
τάξη.