Εκπαίδευση για τους επιχειρηματίες με ταξικό πρόσημο … Από το Δημοτικό μέχρι το Πανεπιστήμιο

Διαμόρφωση ρεύματος προς την κατάρτιση αλλά
και τη μαθητεία μέσα στο πλαίσιο των σπουδών, σύνδεση των δομών της κατάρτισης
με τον επιχειρηματικό κόσμο, ακόμα μεγαλύτερη πρόσδεση των πανεπιστημίων στις
επιχειρήσεις είναι κάποιοι από τους εμπροσθοβαρείς στόχους του Επιχειρησιακού
Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση»
που αποτελεί ένα από επτά Τομεακά/ Εθνικά Επιχειρησιακά Προγράμματα της
Προγραμματικής Περιόδου 2014 – 2020, με τη συγχρηματοδότηση του ΕΚΤ και της
Πρωτοβουλίας για την Απασχόληση των Νέων. Εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή,
στις 18 Δεκέμβρη και περιλαμβάνει δράσεις που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων
του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, προϋπολογισμού 1,16 δισ. ευρώ.

Το πρόγραμμα
αποτελεί ουσιαστικά μία συμφωνία μεταξύ ελληνικής πολιτείας και ΕΕ για τα
θέματα της εκπαίδευσης και οι δράσεις του χρηματοδοτούνται με εκατομμύρια ευρώ.
Υποβλήθηκε από ελληνικής πλευράς στην ΕΕ αρχικά τον περασμένο Ιούλη και
περιγράφει τις γενικές κατευθύνσεις των αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση και
απασχόληση μέχρι το 2020, με αφετηρία το στόχο για «καταπολέμηση της ανεργίας».
Από το κείμενο γίνεται φανερό ότι η πραγματική μόρφωση, η παροχή των εφοδίων
εκείνων που θα δημιουργήσουν προσωπικότητες έτοιμες να πάρουν τη μοίρα στα
χέρια τους, που να γνωρίζουν από πού έρχονται και πού πάνε, απουσιάζει από τους
σχεδιασμούς.
Για την
«εξυπηρέτηση της επιχειρηματικής βάσης»
Η στροφή της
μεγάλης μάζας των παιδιών στην πρόωρη επαγγελματική κατάρτιση και τη μαθητεία,
τις οποίες θα καθορίζουν απόλυτα οι επιχειρήσεις, αποτελεί από τους
πρωταρχικούς στόχους, με επίκληση και της διεθνούς εμπειρίας. Οπως
επισημαίνεται, «χρόνιες αδυναμίες εξακολουθούν να υφίστανται και, σε πολλές
περιπτώσεις, έχουν επιδεινωθεί, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τη μείωση
της ελκυστικότητας της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, την ολοένα
και πιο δύσκολη μετάβαση από το σχολείο στην εργασία, τους αδύναμους δεσμούς
μεταξύ εκπαίδευσης/ κατάρτισης και αγοράς εργασίας και τέλος, την πολύ χαμηλή
συμμετοχή στη διά βίου μάθηση».
Ως ειδικός
στόχος προβάλλεται και η «θεσμική ενίσχυση και λειτουργική ολοκλήρωση του
Συστήματος Διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας και σύνδεσή του με φορείς
και μηχανισμούς σχεδιασμού εκπαιδευτικών πολιτικών και πολιτικών για την αγορά
εργασίας». Αυτή είναι και η πεμπτουσία των ευρωενωσιακών πολιτικών για την
Παιδεία, με την αγορά βέβαια όχι μόνο να καθορίζει την πορεία ζωής των νέων ανάλογα
με τις άναρχες και εφήμερες ανάγκες της, αλλά και τη διαμόρφωση συνειδήσεων που
θα την υπηρετήσουν.
Αναφορά
γίνεται στις αναδιαρθρώσεις των τελευταίων χρόνων που έχουν βγάλει στο δρόμο
τους μαθητές, έχουν υψώσει νέους φραγμούς στην πρόσβαση στην εκπαίδευση, έχουν
υποβαθμίσει τη μόρφωση για χάρη των εφήμερων δεξιοτήτων. Χαρακτηρίζονται ως
«σημαντικές μεταρρυθμίσεις, μέσα στα περιορισμένα περιθώρια που επιτρέπει η
προσπάθεια για τη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας, έχουν προωθηθεί κατά τη
διάρκεια των τελευταίων ετών για την αντιμετώπιση αυτών των αδυναμιών,
επιφέροντας σταδιακά βελτιώσεις στον τομέα της εκπαίδευσης».
Στο κείμενο
επισημαίνεται ότι «βασική προτεραιότητα αποτελεί η αύξηση της ελκυστικότητας
της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (ΕΕΚ), η οποία στην Ελλάδα
επιλέγεται από τους νέους ολοένα και πιο σπάνια». Πέρα από περισσότερους νέους
στην κατάρτιση, φαίνεται ξεκάθαρα ότι θέλουν και περισσότερους νέους στη
μαθητεία κατά τα διεθνή πρότυπα: «Πολύ μικρή αποδοχή έχει επίσης ο θεσμός της μαθητείας
στην Ελλάδα, όπου λιγότερο από το 1% του ανθρώπινου δυναμικού των επιχειρήσεων
είναι μαθητευόμενοι. Το ποσοστό αυτό σε χώρες με παράδοση στη μαθητεία, όπως
είναι η Γερμανία (5,3%), η Αυστρία (4,7%) και η Σλοβακία (3,6%) είναι πολύ
υψηλότερο».
Στο εταιρικό
σύμφωνο για Πλαίσιο Ανάπτυξης ΕΣΠΑ 2014 – 2020 περιγράφεται πιο ξεκάθαρα ότι
όταν σήμερα μιλούν για «αναβάθμιση» στην εκπαίδευση εννοούν εκπαίδευση για τις
επιχειρήσεις και όχι παροχή γνώσης και εφοδίων για την καλυτέρευση της ζωής του
λαού: «Ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και
ιδιαίτερα της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης με στόχο την εξυπηρέτηση της
παραγωγικής και επιχειρηματικής βάσης, την ανάπτυξη επιχειρηματικού πνεύματος
και η εξοικείωση με τις νέες τεχνολογίες και τα νέα οικονομικά φαινόμενα
παρουσιάζουν σημαντική καθυστέρηση και θα πρέπει προς τούτο να δοθεί ιδιαίτερη
σημασία και έμφαση», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Η δομή και ο
προσανατολισμός του εκπαιδευτικού συστήματος υπακούουν στην αναπαραγωγή αυτής της
κοινωνίας όπου αρχή είναι το κέρδος. Σε αυτό το πλαίσιο, η επαγγελματική
κατάρτιση τίθεται ουσιαστικά σε αντιδιαστολή, σε αντίθεση με τη γενική
εκπαίδευση αντί η ολόπλευρη μόρφωση να αποτελεί τη βάση για μία επαγγελματική
ειδίκευση που θα ακολουθεί.
Σήμερα, τα
παιδιά πρόωρα ωθούνται σε μία επιλογή επαγγέλματος. «Μα θα γίνουν όλοι
επιστήμονες;» είναι η πολύ συνήθης απορία που, από πολλούς εκφράζεται
καλοπροαίρετα. Κατ’ αρχάς, για την εργατική τάξη και τα παιδιά της είναι τιμή ο
τίτλος του εργάτη, εκείνου που παράγει τον πλούτο. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι
θα παραιτηθούν από το δικαίωμά τους στη μόρφωση. Οταν ένα παιδί τελειώνει το
γυμνάσιο σταματά και η υποχρεωτική εκπαίδευση και καλείται είτε να πάει στο
λύκειο το οποίο επίσης υποβαθμίζεται μορφωτικά και περισσότερο προσανατολίζεται
στην εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση, είτε στις δομές επαγγελματικής
εκπαίδευσης και κατάρτισης ΕΠΑΛ – ΣΕΚ (είτε πουθενά). Η θέση για το ενιαίο
12χρονο δημόσιο και δωρεάν σχολείο έχει ως αναπόσπαστο κομμάτι της τη θέση για δημιουργία
δημόσιων δωρεάν υψηλής ποιότητας επαγγελματικών σχολών μετά την ολοκλήρωση του
12χρονου. Οταν, δηλαδή, ο άνθρωπος θα έχει πάρει τις αναγκαίες γνώσεις, θα
είναι σε ηλικία που θα έχει ωριμάσει και δε θα ωθείται σε πρόωρες «εκβιαστικές»
επιλογές ζωής, οι οποίες έχουν πρώτα και κύρια ταξικό πρόσημο.
Εγκαταλείπεται πρόωρα το σχολείο
Ταξικό
πρόσημο έχει και η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου, η οποία χαρακτηρίζεται ως
«σύνθετο και πολυπαραγοντικό φαινόμενο, το οποίο συνιστά σημαντικό εμπόδιο για
την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση, ενώ αυξάνει τον κίνδυνο φτώχειας
και κοινωνικού αποκλεισμού». Από αυτήν τη σκοπιά, άλλωστε, αντιμετωπίζεται και
στο πλαίσιο των πολιτικών της ΕΕ, με μέτρα και προγράμματα που αποτυχαίνουν να
την εξαλείψουν, γιατί διατηρούνται αλώβητες οι κοινωνικές αιτίες που
δημιουργούν το πρόβλημα.
Οπως
αναφέρεται, οι επιδόσεις της Ελλάδας όσον αφορά την πρόωρη εγκατάλειψη του
σχολείου παρουσιάζουν σταθερή μείωση από το 2008 έως σήμερα (14,8% το 2008 και
10,2% το 2013) και είναι σχετικά καλύτερες από το μέσο όρο της ΕΕ, ο οποίος το
2013 ανήλθε στο 11,9%.
Ως προς τη
βαθμίδα εκπαίδευσης, το φαινόμενο της πρόωρης σχολικής εγκατάλειψης στην Ελλάδα
εντοπίζεται κυρίως στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και ιδιαίτερα στην Τεχνική
Επαγγελματική Εκπαίδευση. Στα Γυμνάσια, το ποσοστό αυτό αγγίζει το 6,5%, στο
Γενικό Λύκειο το 2,3% και στην Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση το 21,5%. Τα
ποσοστά αδικαιολόγητης διακοπής της φοίτησης στα δημοτικά σχολεία είναι πολύ
μικρά (<1%) και αφορούν κυρίως ειδικές ομάδες του πληθυσμού, όπως παιδιά των
Ρομά, παιδιά ΑμεΑ, και άλλων ευάλωτων κοινωνικά ομάδων.
Οπως
επισημαίνεται, «οι νέοι που προέρχονται από ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, τα
ΑμεΑ και τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες έχουν περισσότερες πιθανότητες να
εγκαταλείψουν πρόωρα την εκπαίδευση σε σχέση με άλλους νέους. Παιδιά Ρομά,
παιδιά προερχόμενα από φτωχές οικογένειες ή γενικότερα από ευάλωτες κοινωνικά
ομάδες λαμβάνουν συνήθως μικρότερη και όχι επαρκή στήριξη από τις οικογένειές
τους και έχουν περιορισμένες ευκαιρίες πρόσβασης στη μη τυπική εκπαίδευση και
την άτυπη μάθηση». «Ομάδα υψηλού κινδύνου είναι επίσης οι νέοι με
μεταναστευτικό υπόβαθρο, οι οποίοι στην Ελλάδα εμφανίζουν πολύ υψηλά ποσοστά
εγκατάλειψης του σχολείου (42% το 2012) σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο
(27,7% το 2009, 25,4% το 2012)».
Σύνδεση των
πανεπιστημίων «με το επιχειρηματικό περιβάλλον»
Ενα μεγάλο
κομμάτι του επιχειρησιακού προγράμματος αφορά την Ανώτατη Εκπαίδευση και τη
στρατηγική που τη θέλει στραμμένη προς την αγορά και ως προς τη λειτουργία της
και το περιεχόμενό της και ως προς την έρευνα και τα αποτελέσματά της. Οπως
φαίνεται, στόχος είναι η ανώτατη εκπαίδευση να γίνει εργαλείο κερδοφορίας των
επιχειρήσεων από πολλές απόψεις. Η «ενδυνάμωση των δεσμών της τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και τον επιχειρηματικό κόσμο», «η σύνδεση της
πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας με το εγχώριο και το διεθνές
επιχειρηματικό περιβάλλον», τίθενται μεταξύ των προτεραιοτήτων για την ανώτατη
εκπαίδευση.
«Ως αδύναμα
σημεία του συστήματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αναδεικνύονται ακόμα η δομή και
λειτουργία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η αδυναμία σύνδεσης των δεξιοτήτων των
εργαζομένων με τις απαιτήσεις των θέσεων, η απουσία συνεργασιών των
πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις και τους φορείς αξιοποίησης τόσο των
εκπαιδευτικών όσο και των ερευνητικών υπηρεσιών και η έλλειψη υποστήριξης της
έρευνας.
Μάλιστα,
προβλέπεται η δημιουργία προγραμμάτων πρακτικής άσκησης μέσα στο πρόγραμμα
σπουδών. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Η σύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με
την αγορά εργασίας αποτελεί στο πλαίσιο της παρούσας επενδυτικής προτεραιότητας
σημαντική ανάγκη, με στόχο την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της
ανεργίας των πτυχιούχων. Στην κατεύθυνση αυτή θα υλοποιηθούν δράσεις για την
αύξηση των συνεργασιών μεταξύ των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων και των
επιχειρήσεων, κυρίως μέσα από προγράμματα Πρακτικής Ασκησης. Προϋπόθεση για την
επιλεξιμότητα των προγραμμάτων πρακτικής άσκησης θα είναι η ενσωμάτωση της
πρακτικής άσκησης στο πρόγραμμα σπουδών ως όρος για την ολοκλήρωση των
σπουδών».
Οι
κατευθύνσεις του προγράμματος μεταφράζονται σε έργα τα οποία χρηματοδοτούνται
με κοινοτικά κονδύλια. Ετσι, για παράδειγμα, ήδη «τρέχουν» προκηρύξεις για
μελέτες όπως η «Μελέτη σύνδεσης των ΑΕΙ με τη διεθνή αγορά υψηλής τεχνολογίας»,
για αναμόρφωση των προγραμμάτων των ΕΠΑΛ, προκειμένου «να προσαρμοστούν οι
δεξιότητες του εκπαιδευμένου προσωπικού» και με έμφαση στην επιχειρηματικότητα
κ.ο.κ.

Αφήστε μια απάντηση