Στη
συνεδρίαση της ολομέλειας του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης (ΣΠΔΕ), την περασμένη εβδομάδα, ο υπουργός Παιδείας επισήμανε ότι
«η ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό μας σύστημα πρέπει να
επικεντρωθεί στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση».
Πλέον, η
Ολομέλεια θα προγραμματίσει τη συνεδρίαση του τμήματός της που σχετίζεται με
την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, στην οποία έχει αποφασιστεί να γίνουν αλλαγές, ενώ
στη συνέχεια θα συγκληθεί το Συμβούλιο των πρώην Υπουργών Παιδείας,
προκειμένου, σύμφωνα με το σχέδιο του Ανδρέα Λοβέρδου, «οι έμπειροι αυτοί
πολιτικοί να καταθέσουν τις σκέψεις τους βοηθώντας τη δημιουργική μετεξέλιξη
των πολιτικών». Ο σχετικός διάλογος θα πρέπει να καταλήξει σε συμπεράσματα και
προτάσεις έως το τέλος του έτους και τον Ιανουάριο θα κατατεθεί στη Βουλή το
σχετικό σχέδιο νόμου.
Μιλώντας στη
Βουλή και σε πολλές συνεντεύξεις στον Τύπο τους τελευταίους μήνες, ο υπουργός
Παιδείας ανακοίνωσε τη στόχευσή του να αλλάξει τα πράγματα στο Δημοτικό
σχολείο. Ωστόσο, μέχρι τώρα έχει δώσει μόνο ένα ασαφές περίγραμμα των προθέσεών
του: «Λιγότερες μεταδιδόμενες πληροφορίες, περισσότερη γνώση και δημιουργική
απασχόληση, λιγότερη επιβάρυνση του παιδιού και περισσότερη δουλειά στο σχολείο
και σχεδόν καθόλου στο σπίτι είναι οι στόχοι μας. Θέλουμε τα παιδιά να πάψουν
να μισούν το σχολείο, θέλουμε να το αγαπήσουν ως χώρο δικό τους. Λιγότερη ύλη,
περισσότερη παιδεία είναι το σύνθημά μας. Πρώτα και πάνω απ’ όλα ο μαθητής».
Το Συμβούλιο των «πρώην»
Να κάνουμε
αρχικά μια παρατήρηση σε ένα θέμα που βγάζει μάτι: αν στο Δημοτικό σχολείο
υπάρχουν σοβαρά προβλήματα (και υπάρχουν), πώς είναι δυνατόν να τα λύσουν
εκείνοι οι οποίοι με τις πολιτικές τους τα δημιούργησαν; Είναι δυνατόν οι πρώην
υπουργοί Παιδείας, ο κ. Αρβανιτόπουλος, η κ. Διαμαντοπούλου, ο κ. Στυλιανίδης,
η κ. Γιαννάκου, ο κ. Αρσένης (για να μην πάμε και παλιότερα), που θα
αποτελέσουν το Συμβούλιο των πρώην Υπουργών Παιδείας, να βοηθήσουν την
Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση να ορθοποδήσει, όταν αυτοί οι ίδιοι έβαλαν και τα δυο
τους χέρια για να την υπονομεύσουν;
Για
παράδειγμα, δεν ήταν η πολιτική τής πρώην υπουργού Παιδείας Αννας
Διαμαντοπούλου που με το απατηλό σύνθημα «Πρώτα και πάνω απ’ όλα ο μαθητής» (το
ίδιο ακριβώς που χρησιμοποιεί σήμερα ο Ανδρέας Λοβέρδος) διαχειρίστηκε τα
εκπαιδευτικά ζητήματα με τέτοιο τρόπο που, αφού έβαλε λουκέτο σε περισσότερα
από 1.000 σχολεία, έστειλε στους μαθητές αντί για σχολικά βιβλία φωτοτυπίες;
Δεν ήταν για παράδειγμα η πολιτική των πρώην υπουργών Γιαννάκου-Αρβανιτόπουλου
που επέβαλαν τα άθλια νέα βιβλία στο Δημοτικό, αύξησαν και δυσκόλεψαν τα
γνωστικά αντικείμενα και έκαναν άνω-κάτω το αναλυτικό πρόγραμμα των Δημοτικών
σχολείων;
Οι πραγματικοί στόχοι
Ωστόσο, τα
σπουδαιότερα ζητήματα που αναδεικνύει ο μεταρρυθμιστικός οίστρος του Ανδρέα
Λοβέρδου δεν είναι βεβαίως αυτά. Είναι η στόχευση και η κατεύθυνσή του για την
Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Πατώντας, επικοινωνιακά, πάνω σε υπαρκτά προβλήματα στο
σύστημα εκπαίδευσης και -εν προκειμένω- στο Δημοτικό σχολείο, ο υπουργός Παιδείας
τολμά να εξαγγέλλει ως «ριζοσπαστικές, φιλεκπαιδευτικές αλλαγές» αυτές ακριβώς
που προβλέπονταν και στο «νέο σχολείο» των προκατόχων του, της Α.
Διαμαντοπούλου και του Κ. Αρβανιτόπουλου (την πολιτική αυτή θέλει στην ουσία να
«μετεξελίξει δημιουργικά»).
Και αυτή η
τακτική είναι γνωστή, αφού κάθε επιχείρηση αναδιάρθρωσης, είτε στον τομέα της
οικονομίας είτε στον τομέα της υγείας είτε στον τομέα της εκπαίδευσης, πατάει
σε προβλήματα που έχει δημιουργήσει η ίδια ακριβώς πολιτική που καλείται τάχα
να τα λύσει. Επομένως, όποιος έχει μάτια να δει και την τιμιότητα να πιστέψει
στα μάτια του καταλαβαίνει ότι το υπουργείο Παιδείας δεν κόπτεται, όπως
ισχυρίζεται, «να ελαφρύνει τη σάκα των μαθητών», αλλά να προσαρμόσει την
εκπαίδευση στο Δημοτικό σχολείο στις τωρινές ανάγκες, αφενός των δραστικών
περικοπών του προϋπολογισμού για την Παιδεία και αφετέρου την προσαρμογή του
σχολείου στο πατρόν των μνημονίων.
Να
δημιουργηθούν οι όροι έτσι, ώστε το σχολείο να μπορεί να λειτουργήσει αφενός με
λιγότερο προσωπικό, αφετέρου με προσωπικό που θα κάνει λίγο απ’ όλα. Ολοι οι
εκπαιδευτικοί θα διδάσκουν απ’ όλα και θα λένε «ευχαριστώ» που έχουν δουλειά,
καθώς «εκεί έξω υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες αδιόριστοι». Κάπως έτσι βλέπει τα
πράγματα ο υπουργός Παιδείας. Γι’ αυτό εξάλλου, ενώ κλίνει σε όλες τις πτώσεις
τη μείωση της ύλης, των γνωστικών αντικειμένων κ.λπ., κάνει γαργάρα το
περιεχόμενο του Δημοτικού σχολείου: τις αναχρονιστικές αντιλήψεις, την
αντιεπιστημονικότητα, τη «φτώχεια» στο περιεχόμενό του.
Οπως πολύ
σωστά επισημαίνουν μάχιμοι εκπαιδευτικοί, οι εύηχες λέξεις «λιγότερες
μεταδιδόμενες πληροφορίες», «λιγότερη ύλη» και «περισσότερη γνώση» είναι το
καμουφλάζ για την επιβολή της πρώιμης εξειδίκευσης, της μετάδοσης απλά και μόνο
των απαραίτητων δεξιοτήτων που απαιτεί η αγορά εργασίας (λίγα ελληνικούλια,
λίγα αγγλικούλια, στοιχεία από θετικές επιστήμες και χρήση των Η/Υ).
Και αν το
υπουργείο περιορίζεται σε γενικολογίες (μείωση της ποσότητας της ύλης και
περισσότερη παιδεία), οι οποίες χαϊδεύουν τα αυτιά των οικογενειών που έχουν
παιδιά στο Δημοτικό σχολείο και δεν ανοίγει τα χαρτιά του, η προβολή της άποψης
για δημιουργική εκπαίδευση δείχνει ότι το περιεχόμενο της μόρφωσης οδηγείται σε
υποβάθμιση στο όνομα του μεγάλου φόρτου μαθημάτων, προκειμένου να ενισχυθούν
αφενός η επιβολή στα σχολεία ενός ελαστικού προγράμματος που θα εξαρτιέται από
το υπάρχον διαθέσιμο προσωπικό και αφετέρου, ένας πρώιμος τύπος κατάρτισης που
θα ξεκινά από νωρίς.
Η σκληρή πραγματικότητα
Αν
πραγματικά η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας ενδιαφέρονταν για την Παιδεία,
θα φρόντιζαν πρώτα απ’ όλα να εξασφαλίσουν μόνιμους δασκάλους για τα σχολεία,
σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες, ολιγομελή τμήματα μαθητών, πλούσια και
επαρκή υλικοτεχνική υποδομή και δεν θα επέτρεπαν 3.000-4.000 κενά,
συγχωνεύσεις-καταργήσεις σχολείων και τμημάτων, στοίβαγμα των μαθητών στις
τάξεις, ανύπαρκτες λειτουργικές δαπάνες κ.λπ.
Από τις
δηλώσεις του Αν. Λοβέρδου φαίνεται ότι το υπουργείο Παιδείας προτίθεται να
μειώσει τα γνωστικά αντικείμενα. Οι πληροφορίες αναφέρουν επίσης ότι η «μελέτη»
για τις τέσσερις πρώτες τάξεις θα μεταφερθεί στη λεγόμενη «πρωινή ζώνη» (7-8 το
πρωί). Δηλαδή τα παιδιά θα σηκώνονται αξημέρωτα, για να πάνε στο σχολειό να
μελετήσουν γλώσσα και μαθηματικά υπό την επίβλεψη κάποιου, προφανώς ωρομίσθιου
ή με προγράμματα ΕΣΠΑ, δασκάλου. Ο Λοβέρδος πραγματικά θα μας τρελάνει με τις
ρηξικέλευθες ιδέες του!
Είναι να
απορεί κανείς πώς θα γίνουν αυτά, όταν, πέρα απ’ όλα τα άλλα, είναι γνωστό ότι
φέτος ακόμη και αυτά τα πολυδιαφημισμένα… πάρκινγκ παιδιών, τα Ολοήμερα
Σχολεία, υπολειτουργούν, αφού οι δάσκαλοι μεταφέρθηκαν στην πρωινή λειτουργία
του σχολείου προκειμένου να καλυφθούν τα κενά (απέμεινε μόνο ένας από το
μεσημέρι και μετά, για να κρατά όλα τα παιδιά), ενώ τα κενά σε ειδικότητες
είναι αμέτρητα.